make fun of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
make fun of < → δείτε τις λέξεις make, fun και of

Έκφραση

[επεξεργασία]

make fun of (en)

  • (ιδιωματισμός) κοροϊδεύω, υπερτονίζω τα αρνητικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιου για να προκαλέσω σε βάρος του γέλια ή σχόλια
    ⮡  I feel like you’re making fun of me.
    Αισθάνομαι ότι με κοροϊδεύεις.