make off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | make off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes off |
αόριστος | made off |
παθητική μετοχή | made off |
ενεργητική μετοχή | making off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]make off (en)