mistake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mistake | mistakes |
mistake (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mistake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mistakes |
αόριστος | mistook |
παθητική μετοχή | mistaken |
ενεργητική μετοχή | mistaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mistake (en)
- παρανοώ, δεν καταλαβαίνω ή κρίνω κάποιον ή κάτι σωστά
- ⮡ There is danger that your motives will be mistaken.
- Υπάρχει κίνδυνος να παρανομηθούν τα κίνητρά σου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand
- ⮡ There is danger that your motives will be mistaken.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- mistake (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mistake (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 660. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρανοώ