monôme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
monôme monômes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monôme (fr) αρσενικό