normale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
normale normales

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
normale < θηλυκό του normal

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔʁ.mal/

Επίθετο

[επεξεργασία]

normale (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
normale < normal- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

normale (eo)



      ενικός         πληθυντικός  
normale normali

Επίθετο

[επεξεργασία]

normale (it)