opérateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opérateur < λατινική operator - operatrix

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
opérateur opérateurs

opérateur (fr) αρσενικό

  1. ο χειριστής
  2. (μαθηματικά) ο τελεστής

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη opérer