paroxysme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
paroxysme paroxysmes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paroxysme (fr) αρσενικό