paroxysme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paroxysme | paroxysmes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]paroxysme (fr) αρσενικό
- ο παροξυσμός, το αποκορύφωμα, η αποκορύφωση
ενικός | πληθυντικός |
paroxysme | paroxysmes |
paroxysme (fr) αρσενικό