partly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
partly < part + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

partly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μερικώς, κατά ένα μέρος, εν μέρει, όχι ολοκληρωτικά
    ⮡  It is made partly of wood and partly of iron.
    Είναι φτιαγμένο εν μέρει από ξύλο και εν μέρει από σίδερο.