patrino
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Εσπεράντο
(eo)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
patrino
<
patr-
+
-in-
+
-o
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
paˈtɾi.no
/
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
patrino
(eo)
μητέρα
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (εσπεράντο)
Γλώσσα εσπεράντο
Ουσιαστικά (εσπεράντο)
Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Brezhoneg
Čeština
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Sängö
Slovenčina
Svenska
Kiswahili
ไทย
Türkçe
Українська
Volapük
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú