pen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pen pens

pen (en)

  1. (γραφική ύλη) η πένα, το στυλό
    a pen with black ink - στυλό με μαύρο μελάνι
  2. το μαντρί, η στάνη, μικρό και κλειστό κομμάτι γης που περιβάλλεται από φράχτη στον οποίο φυλάσσονται ζώα φάρμας
    The wolf entered the pen and grabbed a sheep.
    Ο λύκος μπήκε στο μαντρί κι άρπαξε ένα πρόβατο.
     συνώνυμα:  fold και run
  3. (αμερικανική σημασία, αργκό) η ψειρού, η στενή
    He went to the pen.
    Πήγε στην ψειρού.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jail
ενεστώτας pen
γ΄ ενικό ενεστώτα pens
αόριστος penned
παθητική μετοχή penned
ενεργητική μετοχή penning

pen (en)

  1. (επίσημο) συγγράφω
    He has penned a large number of scientific works.
    Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη write
  2. μαντρώνω, φυλακίζω, μαντρίζω, κλείνω ένα ζώο ή ένα άτομο σε ένα μικρό χώρο
    Pen in the sheep because a wolf has appeared.
    Μαντρώστε τα πρόβατα, γιατί εμφανίστηκε λύκος.
    He has penned up his wife at home.
    Έχει μαντρώσει τη γυναίκα του στο σπίτι.
    I’m against all those who pen in animals in cages.
    Είμαι εναντίον όσων φυλακίζουν τα ζώα σε κλουβιά.



Μεταγραφή

[επεξεργασία]

pen (rōmaji



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pen