poétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔ.e.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poétique poétiques

poétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]