profess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

profess (en)

  1. διατείνομαι, ισχυρίζομαι
  2. δηλώνω
  3. εκδηλώνω έμπρακτα (ιδέα, γνώμη, έρωτα, πίστη, πεποίθηση κτλ.), εκφράζω πεποίθηση έμπρακτα
  4. κάνω ερωτική εξομολόγηση, εξομολογώ τον έρωτά μου, εξομολογούμαι ερωτικά σε κάποια, -ον


Δείτε επίσης

[επεξεργασία]