prognoza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική prognoza prognozy
γενική prognozy prognoz
δοτική prognozie prognozom
αιτιατική prognozę prognozy
οργανική prognozą prognozami
τοπική prognozie prognozach
κλητική prognozo prognozy

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /prɔˈɡnɔ.za/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prognoza (pl) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prognoza (sr)