puss
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Σουηδικά (sv)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
puss
(en)
γάτος
Puss in boots
- O
παπουτσωμένος
γάτος
≈
συνώνυμα
:
cat
,
pussy
κορίτσι
ή νεαρή γυναίκα
το
στόμα
Σουηδικά
(sv)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
puss
(sv)
φιλί
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Σουηδική γλώσσα
Ουσιαστικά (σουηδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
日本語
ქართული
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lombard
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
Norsk
Oromoo
Polski
Sängö
Svenska
తెలుగు
Türkçe
Tiếng Việt
中文