rame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rame | rames |
rame (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rame (it)