rame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rame rames

rame (fr) θηλυκό

  1. το κουπί
  2. ο συρμός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rame (it)