renter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
renter renters

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
renter < rent + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

renter (en)

  1. ο νοικάρης, ο ενοικιαστής, ο μισθωτής
     συνώνυμα: lessee, tenant
  2. (αμερικανική σημασία) ο νοικοκύρης, ο σπιτονοικοκύρης, o ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που το ενοικιάζει σε άλλον
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη landlord



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
renter < rente

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɑ̃.te/

renter (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]