room

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
room rooms

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

room (en)

  1. ο χώρος, ο κενός ή διαθέσιμος τόπος
    ⮡  There is not enough room for 30 desks.
    Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για 30 θρανία.
     συνώνυμα: space
  2. το δωμάτιο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 983-984. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χώρος