rudeness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rudeness < rude + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rudeness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αγένεια
    ⮡  Her beauty cannot compensate for her rudeness.
    Η ομορφιά της δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αγένεια της.