rudeness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η αγένεια
- ⮡ Her beauty cannot compensate for her rudeness.
- Η ομορφιά της δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αγένεια της.
- ⮡ Her beauty cannot compensate for her rudeness.