s.v.
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- s.v.: αρχικά των λέξεων από τη λατινική sub (κάτω) & verbο, αφαιρετική του ουδέτερου ουσιαστικού verbum (λέξη) κυριολεκτικά: κάτω από τη λέξη
- ή sub & voce, αφαιρετική πτώση του vox (φωνή)
Συντομομορφή
[επεξεργασία]s.v.
- (βιβλιογραφική παραπομπή) sub verbo ή sub voce: κάτω από τη λέξη (κάποιου λήμματος)· σημειώνεται πριν από λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας, για κάτι που αναφέρεται μέσα στο κείμενό του
- ⮡ Η μετοχή αγανακτισμένος (σχόλια s.v. «αγανακτώ» στο λεξικό Τάδε) …