scene

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
scene scenes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scene (en)

  1. η σκηνή, ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
    ⮡  The police arrived at the scene of the crime.
    Η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος.
  2. η σκηνή, ένα περιστατικό
    ⮡  In front of his eyes a comedic scene took place.
    Mπροστά στα μάτια του εκτυλίχθηκε μια κωμική σκηνή.
  3. η σκηνή, το τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
    ⮡  the war scenes - οι πολεμικές σκηνές
    ⮡  the farewell scene - η σκηνή του αποχαιρετισμού
  4. (θέατρο) η σκηνή του θεάτρου, τμήμα ενός θεατρικού έργου
    ⮡  Act One, Scene One - Πρώτη πράξη, Πρώτη σκηνή
  5. (ανεπίσημο) η σκηνή, ο χώρος στον οποίο αναπτύσσονται διάφορες δραστηριότητες
    ⮡  He appeared on the political scene at a very young age.
    Εμφανίστηκε πολύ νέος στην πολιτική σκηνή.
  6. η θέα
    ⮡  The scene from the hill is lovely.
    Η θέα από το λόφο είναι θαυμάσια.
     συνώνυμα: view
  7. η σκηνή, ζωγραφική ή φωτογραφική σύνθεση με παράσταση γεγονότος
    ⮡  rural scene - αγροτική σκηνή
    ⮡  loving family scene - τρυφερή οικογενειακή σκηνή
  8. η σκηνή, έντονο επεισόδιο, λογομαχία ή συμπλοκή
    ⮡  He made a dreadful scene in the street.
    Έκανε μια φοβερή σκηνή στον δρόμο.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]