see
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- see < ... απώτατη αρχή: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (βλέπω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
see | sees |
see (en)
- (χριστιανισμός) επισκοπή
- έδρα
- The Holy See: Η Αγία Έδρα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | see |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sees |
αόριστος | saw |
παθητική μετοχή | seen |
ενεργητική μετοχή | seeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
see (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) βλέπω, διακρίνω, θεώμαι, αντιλαμβάνομαι κάποιον ή κάτι με τα μάτια μου διακρίνω
- ⮡ Do you see that ship on the horizon?
- Βλέπεις αυτό το πλοίο στο βάθος του ορίζοντα;
- ⮡ There is nothing to see here.
- Δεν υπάρχει τίποτα να δούμε εδώ.
- ⮡ I saw a figure in the darkness.
- Διέκρινα μια φιγούρα στο σκοτάδι.
- ⮡ She has a body so fit, that all the muscles can be seen.
- Έχει σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες.
- ⮡ The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
- Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
- ⮡ Do you see that ship on the horizon?
- (αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) βλέπω, έχω την ικανότητα της όρασης
- ⮡ Blind people can’t see.
- Οι τυφλοί δεν βλέπουν.
- ⮡ Blind people can’t see.
- (μεταβατικό) βλέπω, επισκέπτομαι κάποιον
- ⮡ Come see me.
- Έλα δες με.
- ⮡ Come see me.
- (μεταβατικό) βλέπω, έχω μια συνάντηση με κάποιον
- ⮡ Has the doctor seen you?
- Σε είδε ο γιατρός;
- ⮡ Has the doctor seen you?
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) βλέπω, κατανοώ
- ⮡ Now I see how wrong I was.
- Τώρα βλέπω πόσο άδικο είχα.
- ⮡ I hope he sees his error.
- Ελπίζω να κατανοήσει την πλάνη του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ⮡ Now I see how wrong I was.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) βλέπω, φαίνομαι, ανακαλύπτω κάτι κοιτάζοντας, ρωτώντας ή περιμένοντας
- ⮡ It remains to be seen!
- Αυτό θα φανεί!
- ⮡ It remains to be seen!
- (μεταβατικό) πηγαίνω με κάποιον για να τον βοηθήσω ή να τον προστατέψω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]see (fy)