slice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
slice slices

slice (en)

  1. η φέτα από φαγώσιμο
    ⮡  a slice of bread - μια φέτα ψωμί
    ⮡  I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
    Γαρνίρω το ψάρι με μαϊντανό και φέτες λεμονιού.
  2. (ανεπίσημο) το μερίδιο, η μερίδα
    ⮡  I have a slice of the expenses/profits.
    Έχω μερίδιο στα έξοδα/κέρδη.
  3. (προγραμματισμός) συνεχόμενο τμήμα ενός πίνακα (array) και κατ' επέκταση το τμήμα (substring) μιας συμβολοσειράς (string)
ενεστώτας slice
γ΄ ενικό ενεστώτα slices
αόριστος sliced
παθητική μετοχή sliced
ενεργητική μετοχή slicing

slice (en)

  1. (μεταβατικό) κόβω σε φέτες
    ⮡  I am slicing (up) a loaf.
    Κόβω ένα καρβέλι φέτες.
    ⮡  I sliced the beef thin.
    Έκοψε το βοδινό ψιλές φέτες.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κόβω κάτι εύκολα, με ή σαν με κοφτερό μαχαίρι

Παράγωγα

[επεξεργασία]