slice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
slice | slices |
slice (en)
- η φέτα από φαγώσιμο
- ⮡ a slice of bread - μια φέτα ψωμί
- ⮡ I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
- Γαρνίρω το ψάρι με μαϊντανό και φέτες λεμονιού.
- (ανεπίσημο) το μερίδιο, η μερίδα
- ⮡ I have a slice of the expenses/profits.
- Έχω μερίδιο στα έξοδα/κέρδη.
- ⮡ I have a slice of the expenses/profits.
- (προγραμματισμός) συνεχόμενο τμήμα ενός πίνακα (array) και κατ' επέκταση το τμήμα (substring) μιας συμβολοσειράς (string)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slices |
αόριστος | sliced |
παθητική μετοχή | sliced |
ενεργητική μετοχή | slicing |
slice (en)
- (μεταβατικό) κόβω σε φέτες
- ⮡ I am slicing (up) a loaf.
- Κόβω ένα καρβέλι φέτες.
- ⮡ I sliced the beef thin.
- Έκοψε το βοδινό ψιλές φέτες.
- ⮡ I am slicing (up) a loaf.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κόβω κάτι εύκολα, με ή σαν με κοφτερό μαχαίρι