stagnation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stagnation (en)
- η έλλειψη δραστηριότητας, η στασιμότητα, η αποτελμάτωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stagnation (fr)
- το λίμνασμα, η ακινησία ενός υγρού
- ≈ συνώνυμα: immobilité
- ≠ αντώνυμα: fluidité
- η στασιμότητα, η αποτελμάτωση, η αδράνεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη stagner