staircase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
staircase | staircases |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]staircase (en)
- η σκάλα, το κλιμακοστάσιο
Πηγές
[επεξεργασία]- staircase - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάλα