staircase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
staircase staircases

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
staircase < stair + case

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

staircase (en)

  • η σκάλα, το κλιμακοστάσιο
    ⮡  marble staircase - μαρμάρινη σκάλα
    ⮡  winding staircase - κυκλική σκάλα
    ⮡  I go up/go down the staircase running.
    Ανεβαίνω/κατεβαίνω τη σκάλα τρέχοντας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stairs