stealing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stealing | stealings |
stealing (en)
- (μη μετρήσιμο) η κλοπή, η κλεψιά
- ↪ She is guilty of stealing.
- Είναι ένοχη κλοπής.
- ↪ If you don’t stop stealing…
- Αν δεν σταματήσεις τις κλεψιές…
- ↪ She is guilty of stealing.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη theft
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]stealing (en)