stock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stock | stocks |
stock (en)
- το απόθεμα
- ⮡ Our oil stock decreased.
- Τα αποθέματα μας σε πετρέλαιο λιγόστεψαν.
- ⮡ Our oil stock decreased.
- η αρχική αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας
- ⮡ stock cooler - η αρχική ψύκτρα (που συνοδεύει τον επεξεργαστή ενός υπολογιστή)
- ≠ αντώνυμα: aftermarket
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stocks |
αόριστος | stocked |
παθητική μετοχή | stocked |
ενεργητική μετοχή | stocking |
stock (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- stock (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- stock (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stock (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stock | stocks |
stock (fr) αρσενικό
- το απόθεμα