taken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

taken (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πιασμένος, δεσμευμένος, που έχει μόνιμη ερωτική σχέση ή που είναι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος ή λογοδοσμένος
    ⮡  The girl is taken.
    Η κοπέλα είναι πιασμένη

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

taken (en)