undocumented

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

undocumented (en)

  • μη τεκμηριωμένος
  • στερούμενος απαραίτητων επισημων εγγράφων (π.χ. παράνομοι μετανάστες)