unequivocally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός unequivocally
συγκριτικός more unequivocally
υπερθετικός most unequivocally

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unequivocally < unequivocal + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unequivocally (en) (επίσημο)

  • ξεκάθαρα, χωρίς περιθώρια για άλλη ερμηνεία ή αντίρρηση
    ⮡  I told him unequivocally what opinion I had of him.
    Του είπα ξεκάθαρα τι γνώμη είχα γι' αυτόν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly