unexpected
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unexpected |
συγκριτικός | more unexpected |
υπερθετικός | most unexpected |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʌnɪksˈpektɪd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ʌnɪkˈspɛktɪd/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
[επεξεργασία]unexpected (en)
- απροσδόκητος, απρόσμενος, απρόβλεπτος, απρόοπτος, αναπάντεχος
- ⮡ I had an unexpected encounter.
- Είχα μια απροσδόκητη συνάντηση.
- ⮡ What unexpected luck!
- Τι απροσδόκητη τύχη!
- ⮡ an unexpected gift - ένα απρόσμενο δώρο
- ⮡ unexpected expenses - απρόβλεπτα έξοδα
- ⮡ An unexpected obstacle made me to cancel my trip.
- Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου.
- ⮡ If something unexpected happens, notify me.
- Αν συμβεί κάτι το απρόοπτο, ειδοποίησέ με.
- ⮡ We'll meet tomorrow, barring the unexpected.
- Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου.
- ⮡ I had an unexpected encounter.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- unexpected - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 118. ISBN 9780194325684., λήμμα: απρόβλεπτος