unexpected

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός unexpected
συγκριτικός more unexpected
υπερθετικός most unexpected

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʌnɪksˈpektɪd/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ʌnɪkˈspɛktɪd/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

unexpected (en)

  • απροσδόκητος, απρόσμενος, απρόβλεπτος, απρόοπτος, αναπάντεχος
    ⮡  I had an unexpected encounter.
    Είχα μια απροσδόκητη συνάντηση.
    ⮡  What unexpected luck!
    Τι απροσδόκητη τύχη!
    ⮡  an unexpected gift - ένα απρόσμενο δώρο
    ⮡  unexpected expenses - απρόβλεπτα έξοδα
    ⮡  An unexpected obstacle made me to cancel my trip.
    Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου.
    ⮡  If something unexpected happens, notify me.
    Αν συμβεί κάτι το απρόοπτο, ειδοποίησέ με.
    ⮡  We'll meet tomorrow, barring the unexpected.
    Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]