use
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
use | uses |
use (en)
- η χρήση
- ⮡ a tool with many uses - εργαλείο με πολλές χρήσεις
- η σημασία, μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση, που χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σημασία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | use |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uses |
αόριστος | used |
παθητική μετοχή | used |
ενεργητική μετοχή | using |
use (en)