variole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
variole varioles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

variole (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]