wind up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας wind up
γ΄ ενικό ενεστώτα winds up
αόριστος wound up
παθητική μετοχή wound up
ενεργητική μετοχή winding up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wind up < → δείτε τις λέξεις wind και up

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /waɪnd ʌp/

wind up (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) καταλήγω, για ένα άτομο που βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση
    You will wind up in prison if you keep this up.
    Θα καταλήξεις στη φυλακή αν συνεχίσεις έτσι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κουρδίζω, για μηχανισμούς, τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση
    You have to wind up the train for it to start.
    Πρέπει να κουρδίσεις το τρενάκι για να ξεκινήσει.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, καταλήγω, ολοκληρώνω κάτι όπως μια ομιλία ή μια συνάντηση
    He wound up the speech.
    Τελείωσα τον λόγο.
    He wound up by assuring the committee that…
    Κατέληξε με τη διαβεβαίωση προς την επιτροπή ότι…
  4. (μεταβατικό, ανεπίσημο) κουρδίζω, ερεθίζω κάποιον με ενοχλητικά πειράγματα χάριν αστειότητος κάνοντάς τον να εκνευριστεί
    Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
    Μην δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε κουρδίσει.
  5. (μεταβατικό) διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
    We wound down the company.
    Διαλύσαμε την εταιρεία.
  6. (μεταβατικό) ανεβάζω κάτι όπως παράθυρο
    I am winding up the car window.
    Ανεβάζω το παράθυρο αυτοκινήτου.
     αντώνυμα: wind down