wyjazd

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wyjazd < wyjeżdżać

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wyjazd (pl) αρσενικό

  1. η έξοδος με τις έννοιες:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]