Greek

edit

Adjective

edit

δικαστικός (dikastikósm (feminine δικαστική, neuter δικαστικό)

  1. (law) relating to courts, judges, judgements, etc

Declension

edit
Declension of δικαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικαστικός (dikastikós) δικαστική (dikastikí) δικαστικό (dikastikó) δικαστικοί (dikastikoí) δικαστικές (dikastikés) δικαστικά (dikastiká)
genitive δικαστικού (dikastikoú) δικαστικής (dikastikís) δικαστικού (dikastikoú) δικαστικών (dikastikón) δικαστικών (dikastikón) δικαστικών (dikastikón)
accusative δικαστικό (dikastikó) δικαστική (dikastikí) δικαστικό (dikastikó) δικαστικούς (dikastikoús) δικαστικές (dikastikés) δικαστικά (dikastiká)
vocative δικαστικέ (dikastiké) δικαστική (dikastikí) δικαστικό (dikastikó) δικαστικοί (dikastikoí) δικαστικές (dikastikés) δικαστικά (dikastiká)

Noun

edit

δικαστικός (dikastikósm or f (plural δικαστικοί)

  1. (law) magistrate

Declension

edit
see above

Coordinate terms

edit

Further reading

edit