Category:Greek nouns
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that indicate people, beings, things, places, phenomena, qualities or ideas.
For more information, see Appendix:Greek nouns.
- Category:Greek noun forms: Greek nouns that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Greek augmentative nouns: Greek nouns that are derived from a base word to convey big size or big intensity.
- Category:Greek collective nouns: Greek nouns that indicate groups of related things or beings, without the need of grammatical pluralization.
- Category:Greek countable nouns: Greek nouns that can be quantified directly by numerals.
- Category:Greek diminutive nouns: Greek nouns that are derived from a base word to convey endearment, small size or small intensity.
- Category:Greek nouns by gender: Greek nouns organized by the gender they belong to.
- Category:Greek nouns by inflection type: Greek nouns organized by the type of inflection they follow.
- Category:Greek nominalized adjectives: Greek adjectives that are used as nouns.
- Category:Greek nouns with other-gender equivalents: Greek nouns that refer to gendered concepts (e.g. actor vs. actress, king vs. queen) and have corresponding other-gender equivalent terms.
- Category:Greek pluralia tantum: Greek nouns that are mostly or exclusively used in the plural form.
- Category:Greek proper nouns: Greek nouns that indicate individual entities, such as names of persons, places or organizations.
- Category:Greek singularia tantum: Greek nouns that are mostly or exclusively used in the singular form.
- Category:Greek uncountable nouns: Greek nouns that indicate qualities, ideas, unbounded mass or other abstract concepts that cannot be quantified directly by numerals.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 20 subcategories, out of 20 total.
*
- Greek noun forms (0 c, 30160 e)
A
- Greek augmentative nouns (0 c, 28 e)
C
- Greek collective nouns (0 c, 8 e)
- Greek countable nouns (0 c, 8 e)
D
G
- Greek countable/uncountable nouns (0 c, 25 e)
- Greek irregular nouns (uncountable) (0 c, 119 e)
- Greek nouns of mixed gender (0 c, 442 e)
- Greek singular nouns (0 c, 4 e)
- Greek uncountable nouns (0 c, 1387 e)
- Greek usually uncountable nouns (0 c, 163 e)
I
L
- Greek nouns lacking a genitive plural (0 c, 1032 e)
N
- Greek nominalized adjectives (0 c, 48 e)
P
- Greek pluralia tantum (0 c, 429 e)
S
- Greek singularia tantum (0 c, 12 e)
Pages in category "Greek nouns"
The following 200 pages are in this category, out of 15,357 total.
(previous page) (next page)Α
- ά
- Α
- α' συνθ.
- α' συνθετικό
- ά.
- Α.
- Α.Α.
- Α.Φ.Μ.
- αα
- ΑΑ
- ΑΒΑ
- αβαείο
- άβαθα
- άβακας
- αβάκιο
- αβανγκάρντ
- αβανγκαρντισμός
- αβανγκαρντιστής
- αβανιά
- αβάντα
- αβανταδόρισσα
- αβανταδόρος
- αβαντάζ
- αβάντζα
- αβάντζο
- αβάντσα
- αβάντσο
- αβαρεσιά
- αβαρία
- αβάς
- αβασταγή
- αβασταγό
- άβατο
- αββαείο
- αββάς
- αβγό
- αβγό μάτι
- αβγοθήκη
- αβγολέμονο
- αβγοτάραχο
- αβγότσουφλο
- αβγουλάκι
- αβγουλάς
- αβγούλι
- αβγουλιέρα
- αβγουλού
- αβδέλλα
- αβδηρίτης
- Αβδηρίτης
- αβδηρίτισσα
- Αβδηρίτισσα
- αβεβαιότητα
- αβελτερία
- αβελτηρία
- αβερτοσύνη
- Αβησσυνή
- Αβησσυνός
- αβιογένεση
- αβιταμίνωση
- αβλέμονας
- αβλέπτημα
- αβλεψία
- αβοκάντο
- αβοκέτα
- αβουλησία
- αβουλία
- αβρότητα
- αβροφροσύνη
- αβροχιά
- άβυσσος
- αγαθιάρα
- αγαθό
- αγαθοεργία
- αγαθοπιστία
- αγαθοσύνη
- αγαθότητα
- αγαλακτία
- αγαλαξία
- αγαλλίαση
- άγαλμα
- αγαλματάκι
- αγαλματίδιο
- αγαλμάτιο
- αγαλματοποιείο
- αγαλματοποιία
- αγαλματοποιός
- αγαμία
- άγαμος
- αγανάκτηση
- αγανάχτηση
- άγανο
- αγάπανθος
- αγάπη
- αγαπημένη
- αγαπημένος
- αγαπημός
- αγαπητικιά
- αγαπητικός
- αγαποβότανο
- αγαπόρνις
- αγαπούλα
- Αγαρηνή
- Αγαρηνός
- αγαρμπιά
- αγαρμποσύνη
- αγάς
- αγγαρεία
- αγγάρεμα
- αγγειεκτομή
- αγγείο
- αγγειό
- αγγειογραφία
- αγγειογράφος
- αγγειοδιασταλτικό
- αγγειοδιαστολή
- αγγειολαβίδα
- αγγειολογία
- αγγειολόγος
- αγγειοπλαστείο
- αγγειοπλάστης
- αγγειοπλαστική
- αγγειοπλάστρια
- αγγειόσπερμα
- αγγειοσυστολή
- αγγειοχειρουργείο
- αγγειοχειρουργική
- αγγειοχειρουργός
- αγγείωμα
- αγγελάκι
- αγγελία
- αγγέλιασμα
- αγγελιαφόρος
- αγγελική
- αγγελιοφόρος
- άγγελμα
- άγγελος
- αγγελούδι
- αγγελτήριο
- άγγιαγμα
- άγγιγμα
- αγγινάρα
- άγγισμα
- Αγγλίδα
- αγγλικά
- αγγλικανή
- αγγλικανισμός
- αγγλικανός
- αγγλική
- αγγλικό κόρνο
- αγγλισμός
- αγγλοκρατία
- αγγλομανία
- άγγλος
- Αγγλοσάξονας
- Αγγλοσάξωνας
- αγγλοφιλία
- αγγλοφοβία
- αγγόνι
- αγγουράκι
- αγγούρι
- αγγουριά
- αγγουροντομάτα
- αγελάδα
- αγελαδάρης
- αγελαδάρισσα
- αγελαδοκόμος
- αγελαδοτρόφος
- αγέλη
- αγελοκαλημάνα
- αγένεια
- αγέρας
- αγερασιά
- αγέρι
- αγερικό
- αγερωχία
- άγημα
- αγία
- Αγία Τράπεζα
- αγιάγκαθο
- αγιάζι
- άγιασμα
- αγίασμα
- αγιασματάρι
- αγιασματάριο
- αγιασμένο νερό
- αγιασμός
- αγιαστήρα
- αγιαστούρα
- αγιατολάχ
- άγιο
- Άγιο Μύρο
- Άγιο Μύρρο
- αγιογδύτης
- αγιογδύτισσα
- αγιογράφηση
- αγιογραφία
- αγιογράφος
- αγιοδημητριάτικο