εκδικούμαι
Greek
editAlternative forms
edit- εκδικιέμαι (ekdikiémai)
Etymology
editLearned borrowing from Koine Greek ἐκδικοῦμαι (ekdikoûmai), from Ancient Greek ἐκδικέω (ekdikéō).[1]
Pronunciation
editVerb
editεκδικούμαι • (ekdikoúmai) (past εκδικήθηκα)
- to avenge oneself, to revenge oneself, to take revenge (on) (take retaliatory action against)
- to avenge, to revenge (take vengeance for (a particular harmful action) or on behalf of (its victim))
Conjugation
editεκδικούμαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | εκδικούμαι (εκδικιέμαι →) | εκδικηθώ |
2 sg | εκδικείσαι | εκδικηθείς |
3 sg | εκδικείται | εκδικηθεί |
1 pl | εκδικούμαστε, {εκδικούμεθα} | εκδικηθούμε |
2 pl | εκδικείστε, {εκδικείσθε} | εκδικηθείτε |
3 pl | εκδικούνται | εκδικηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | [εκδικούμουν(α)] | εκδικήθηκα |
2 sg | [εκδικούσουν(α)] | εκδικήθηκες |
3 sg | εκδικούνταν, {εκδικείτο} | εκδικήθηκε |
1 pl | εκδικούμασταν, (‑ούμαστε) | εκδικηθήκαμε |
2 pl | [εκδικούσασταν, (‑ούσαστε)] | εκδικηθήκατε |
3 pl | εκδικούνταν, {εκδικούντο} | εκδικήθηκαν, εκδικηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα εκδικούμαι ➤ | θα εκδικηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εκδικείσαι, … | θα εκδικηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εκδικηθεί είμαι, είσαι, … εκδικημένος, ‑η, ‑ο | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εκδικηθεί ήμουν, ήσουν, … εκδικημένος , ‑η, ‑ο | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εκδικηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εκδικημένος , ‑η, ‑ο | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | εκδικήσου |
2 pl | εκδικείστε, {εκδικείσθε} | εκδικηθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | εκδικούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | εκδικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Nonfinite form ➤ | εκδικηθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Derived terms
edit- αντεκδικούμαι (antekdikoúmai)
Related terms
edit- διεκδικώ (diekdikó)
- εκδίκηση f (ekdíkisi)
- εκδικητής m (ekdikitís), εκδικήτρια f (ekdikítria)
- εκδικητικός (ekdikitikós)
- εκδικητικότητα f (ekdikitikótita)
References
edit- ^ εκδικούμαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language