εμπορεύομαι
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek ἐμπορεύομαι (emporeúomai).[1]
Pronunciation
editVerb
editεμπορεύομαι • (emporévomai) deponent (past εμπορεύτηκα/εμπορεύθηκα)
- to trade
- to commercialise (UK), commercialize (US)
Conjugation
editεμπορεύομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | εμπορεύομαι | εμπορευτώ, εμπορευθώ |
2 sg | εμπορεύεσαι | εμπορευτείς, εμπορευθείς |
3 sg | εμπορεύεται | εμπορευτεί, εμπορευθεί |
1 pl | εμπορευόμαστε | εμπορευτούμε, εμπορευθούμε |
2 pl | εμπορεύεστε, εμπορευόσαστε | εμπορευτείτε, εμπορευθείτε |
3 pl | εμπορεύονται | εμπορευτούν(ε), εμπορευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | εμπορευόμουν(α) | εμπορεύτηκα, εμπορεύθηκα |
2 sg | εμπορευόσουν(α) | εμπορεύτηκες, εμπορεύθηκες |
3 sg | εμπορευόταν(ε) | εμπορεύτηκε, εμπορεύθηκε |
1 pl | εμπορευόμασταν, (‑όμαστε) | εμπορευτήκαμε, εμπορευθήκαμε |
2 pl | εμπορευόσασταν, (‑όσαστε) | εμπορευτήκατε, εμπορευθήκατε |
3 pl | εμπορεύονταν, (εμπορευόντουσαν) | εμπορεύτηκαν, εμπορευτήκαν(ε), εμπορεύθηκαν, εμπορευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα εμπορεύομαι ➤ | θα εμπορευτώ / εμπορευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εμπορεύεσαι, … | θα εμπορευτείς / εμπορευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εμπορευτεί / εμπορευθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εμπορευτεί / εμπορευθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εμπορευτεί / εμπορευθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | εμπορεύσου |
2 pl | εμπορεύεστε | εμπορευτείτε, εμπορευθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | εμπορευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | εμπορευτεί, εμπορευθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
edit- see: εμπόριο n (empório, “trade”)
References
edit- ^ εμπορεύομαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language