επινοώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐπινοῶ (epinoô),[1] contracted form of ἐπινοέω (epinoéō). By surface analysis, επι- (epi-) + νοώ (noó).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]επινοώ • (epinoó) (past επινόησα, passive επινοούμαι, p‑past επινοήθηκα, ppp επινοημένος) (transitive)
- to invent, to devise (to design a new process or mechanism)
- to invent (to create something fictional for a particular purpose)
Conjugation
[edit]επινοώ, επινοούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επινοώ | επινοήσω | επινοούμαι | επινοηθώ |
2 sg | επινοείς | επινοήσεις | επινοείσαι | επινοηθείς |
3 sg | επινοεί | επινοήσει | επινοείται | επινοηθεί |
1 pl | επινοούμε | επινοήσουμε, [-ομε] | επινοούμαστε | επινοηθούμε |
2 pl | επινοείτε | επινοήσετε | επινοείστε | επινοηθείτε |
3 pl | επινοούν(ε) | επινοήσουν(ε) | επινοούνται | επινοηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επινοούσα | επινόησα | [επινοούμουν(α)] | επινοήθηκα |
2 sg | επινοούσες | επινόησες | [επινοούσουν(α)] | επινοήθηκες |
3 sg | επινοούσε | επινόησε | επινοούνταν, {επινοείτο} | επινοήθηκε |
1 pl | επινοούσαμε | επινοήσαμε | επινοούμασταν, (‑ούμαστε) | επινοηθήκαμε |
2 pl | επινοούσατε | επινοήσατε | [επινοούσασταν, (‑ούσαστε)] | επινοηθήκατε |
3 pl | επινοούσαν(ε) | επινόησαν, επινοήσαν(ε) | επινοούνταν, {επινοούντο} | επινοήθηκαν, επινοηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επινοώ ➤ | θα επινοήσω ➤ | θα επινοούμαι ➤ | θα επινοηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επινοείς, … | θα επινοήσεις, … | θα επινοείσαι, … | θα επινοηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επινοήσει έχω, έχεις, … επινοημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επινοηθεί είμαι, είσαι, … επινοημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επινοήσει είχα, είχες, … επινοημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επινοηθεί ήμουν, ήσουν, … επινοημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επινοήσει θα έχω, θα έχεις, … επινοημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επινοηθεί θα είμαι, θα είσαι, … επινοημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | επινόησε | — | επινοήσου |
2 pl | επινοείτε | επινοήστε | επινοείστε | επινοηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επινοώντας ➤ | επινοούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επινοήσει ➤ | επινοημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | επινοήσει | επινοηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- εφευρίσκω (efevrísko)
Related terms
[edit]- επινόημα n (epinóima)
- επινόηση f (epinóisi)
- επινοητής m (epinoïtís), επινοήτρια f (epinoḯtria)
- επινοητικός (epinoïtikós)
- επινοητικότητα f (epinoïtikótita)
References
[edit]- ^ επινοώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language