ανάπτυγμα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek πτύγμα (ptúgma, “folding”).
Noun
[edit]ανάπτυγμα • (anáptygma) n (plural αναπτύγματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάπτυγμα (anáptygma) | αναπτύγματα (anaptýgmata) |
genitive | αναπτύγματος (anaptýgmatos) | αναπτυγμάτων (anaptygmáton) |
accusative | ανάπτυγμα (anáptygma) | αναπτύγματα (anaptýgmata) |
vocative | ανάπτυγμα (anáptygma) | αναπτύγματα (anaptýgmata) |