Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
εξαίσιος
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Adjectif
1.2.1
Synonymes
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du grec ancien
ἐξαίσιος
,
exaísios
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
εξαίσι
ος
εξαίσι
α
εξαίσι
ο
génitif
εξαίσι
ου
εξαίσι
ας
εξαίσι
ου
accusatif
εξαίσι
ο
εξαίσι
α
εξαίσι
ο
vocatif
εξαίσι
ε
εξαίσι
α
εξαίσι
ο
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
εξαίσι
οι
εξαίσι
ες
εξαίσι
α
génitif
εξαίσι
ων
εξαίσι
ων
εξαίσι
ων
accusatif
εξαίσι
ους
εξαίσι
ες
εξαίσι
α
vocatif
εξαίσι
οι
εξαίσι
ες
εξαίσι
α
εξαίσιος
(exésios)
\ɛ.ˈksɛ.si.ɔs\
Beau
.
Synonymes
modifier
αίθριος
υπέροχος
ωραίος