εὐήθης
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]εὐήθης, euêthês *\Prononciation ?\
- Bon, qui a bon caractère.
ἔστι τοίνυν τις εὐήθης λόγος παρὰ τῶν παραμυθεῖσθαι βουλομένων τὴν πόλιν, ὡς ἄρ᾽ οὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ᾽ ἦσαν Λακεδαιμόνιοι, οἳ θαλάττης μὲν ἦρχον καὶ γῆς ἁπάσης, βασιλέα δὲ σύμμαχον εἶχον, ὑφίστατο δ᾽ οὐδὲν αὐτούς: ἀλλ᾽ ὅμως ἠμύνατο κἀκείνους ἡ πόλις καὶ οὐκ ἀνηρπάσθη.
— (Démosthène, Les Philippiques ; traduction)οὐδέν, ἦν δ' ἐγώ. ἀλλὰ τόδε μοι πειρῶ ἔτι πρὸς τούτοις ἀποκρίνασθαι· ὁ δίκαιος τοῦ δικαίου δοκεῖ τί σοι ἂν ἐθέλειν πλέον ἔχειν;
— (Platon, La République ; traduction)
οὐδαμῶς, ἔφη· οὐ γὰρ ἂν ἦν ἀστεῖος, ὥσπερ νῦν, καὶ εὐήθης.
- (En mauvaise part) Naïf, crédule, simplet.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- (En parlant d’un mal) Bénin.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Antonymes
[modifier le wikicode]Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- « εὐήθης », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage