
Stavros Vlizos
I graduated from the University of Ioannina (1989) and received my Ph.D in Classical Archaeology from the Ludwig Maximilians University of Munich (1999) with a dissertation on the reception of late classical and Hellenistic cult statues. After my appointment as adjunct archaeologist at the Greek Ministry of Culture, I was Researcher and Assistant to the Director at the Benaki Museum between 2002 and 2013 and from 2014 I moved to the Ionian University in Corfu where I teach, as Associate Professor, a range of courses in cultural heritage management, with a focus on archaeology. My research concerns also topics on Roman sculpture and Roman Greece, and the importance of Greek sanctuaries, as well as managing archaeological sites, public archaeology and cultural heritage. I am the Director of the “Amykles Research Project” and the Director of the Ionian University Museum. I am a member of the Athens Archaeological Society, the German Archaeological Institute, the scientific committee of the Athens “Roman Seminar” and of the ICOM.
less
Related Authors
Noel B. Salazar
KU Leuven
Alejandra B Osorio
Wellesley College
Maurizio Forte
Duke University
Enrico Cirelli
Università di Bologna
Florin Curta
University of Florida
Paul Arthur
University of Salento
Laurajane Smith
The Australian National University
Francesco Camia
Università degli Studi "La Sapienza" di Roma
Olga Palagia
National & Kapodistrian University of Athens
Andrew Wilson
University of Oxford
InterestsView All (11)
Uploads
Papers by Stavros Vlizos
Με βάση τη στατιστική ανάλυση των ρωμαϊκών και επαρχιακών εκδόσεων που βρέθηκαν στην Αιγαιακή Θράκη, στην περιοχή δηλαδή μεταξύ του Νέστου και του Έβρου ποταμού, η παρούσα ομιλία έχει ως στόχο την παρουσίαση της νομισματικής κυκλοφορίας και κατ’ επέκταση την ανίχνευση σχέσεων μεταξύ των πόλεων που ήκμασαν κατά τους 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για την Τόπειρο, τα Άβδηρα, τη Μαρώνεια, την Τραϊανούπολη και την Πλωτινόπολη, πόλεις δηλαδή που επηρεάστηκαν έμμεσα και άμεσα από τις διοικητικές αλλαγές που προώθησαν ρωμαίοι αυτοκράτορες στο πλαίσιο της μετατροπής της Θράκης σε Επαρχία.
Μελετήθηκαν συνολικά 1214 νομίσματα, τα οποία προήλθαν από τις ανασκαφικές έρευνες που διεξήχθησαν από την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων-πρώην ΙΘ΄ ΕΠΚΑ. Επιπλέον, έχουν συμπεριληφθεί επιφανειακά ευρήματα από γνωστές όμως θέσεις που ανήκουν στη συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής, και τα οποία αντιστοιχούν στο ποσοστό των 36% επί του συνόλου των νομισμάτων. Η παρουσίαση του υλικού θα γίνει γεωγραφικά από Δυτικά προς Ανατολικά, τουλάχιστον όσον αφορά τις μεγάλες πόλεις και στη συνέχεια η συζήτηση θα εξελιχθεί χρονολογικά, σε τρεις βασικές ενότητες.
Από τον 2ο αι. μ.Χ. πολυτελείς επαύλεις ανεγείρονται σε κομβικές θέσεις του αθηναϊκού αστικού ιστού, κοντά σε σημαντικούς χώρους, διοικητικούς, θρησκευτικούς ή πολιτιστικούς, σε πύλες και σε κεντρικές οδικές αρτηρίες. Αποτελώντας με το μέγεθός τους σημεία αναφοράς και προσανατολισμού στην Αθήνα απηχούν και ταυτόχρονα κατασκευάζουν κοινωνικές σχέσεις και ταυτότητες, λειτουργούν ως σύμβολα κύρους, αποτυπώνουν με την αρχιτεκτονική και την οικοσκευή τους την αλληλεπίδραση χωρικού/ υλικού και κοινωνικού.
Στην ανακοίνωση θα συζητηθούν στοιχεία από πρόσφατη ανασκαφή της Γ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο οικόπεδο της οδού Καλλισπέρη 21, τα οποία συμπληρώνουν την εικόνα για το κτήριο που έχει ταυτιστεί από τους περισσότερους μελετητές με την «Οικία του Πρόκλου».
οικουμένη: Διάχυση, οργάνωση και διείσδυση στις τοπικές κοινωνίες
Σε φιλολογικές πηγές (από τον 3ο αι. π.Χ.) και σε επιγραφικά κείμενα
(από τον 2ο αι. π.Χ. και εξής) εμφανίζονται ομάδες ανθρώπων που
προσδιορίζονται ως Ῥωμαῖοι/cives Romani ή Ἰταλικοί/Italici,
προσδιορισμοί που συχνά συνοδεύονται από όρους, όπως consistentes,
qui consistunt/negotiantur/morantur, κατοικοῦντες, παρεπιδημοῦντες,
πραγματευόμενοι κ.α. Οι κοινότητες αυτές μαρτυρούνται σε όλο το
ρωμαϊκό κόσμο, από το Δούναβη ως τη βόρεια Αφρική κι από την
Ιβηρική χερσόνησο και τη Βρετανία μέχρι τη Συρία, ενώ δεν λείπουν
ενδείξεις της παρουσίας τους κι ακόμη βαθύτερα στην Ανατολή καθώς και πέρα από τα βόρεια σύνορα του ρωμαϊκού κράτους.
Ο ρυθμός εξάπλωσης αυτών των κοινοτήτων, η πιθανότητα εσωτερικής τους οργάνωσης, οι βασικές οικονομικές τους δραστηριότητες, οι τρόποι με τους οποίους προσπαθούν να ενταχθούν ή να διακριθούν στις κοινωνίες που τους φιλοξενούν, θα πρέπει να διερευνηθούν ξεχωριστά για κάθε περιοχή λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες και αξιοποιώντας τα διαθέσιμα γραπτά και αρχαιολογικά τεκμήρια. Είναι ωστόσο γενική η διαπίστωση ότι υπήρξε πολύ σημαντικός ο ρόλος των κοινοτήτων αυτών στην κοινωνική και οικονομική ζωή, ακόμη και στη διαμόρφωση μιας νέας φυσιογνωμίας, των περιοχών όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα ή παροδικά, καθώς επρόκειτο για ένα τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό που μετακινήθηκε γεμάτο ενθουσιασμό για αναζήτηση του κέρδους, με την σχετική ασφάλεια που παρείχε η σύνδεση με τη Ρώμη μέσα στην «παγκοσμιοποιημένη» οικονομική πραγματικότητα της ύστερης ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.
H Ρόδος την ελληνιστική περίοδο αναδύεται ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, προσελκύοντας πλήθος καλλιτεχνών από την Αθήνα και τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Όσοι γλύπτες εγκαθίστανται μόνιμα ιδρύοντας εργαστήρια, λαμβάνουν σταδιακά πολιτικά δικαιώματα και τα παιδιά τους υπογράφουν ως Ρόδιοι, στις βάσεις των -χαμένων πλέον- χάλκινων εικονιστικών ανδριάντων, τιμητικών και αναθηματικών στα μεγάλα ιερά της Ρόδου, την Λίνδο και την Κάμιρο και στην πόλη της Ρόδου. Οι μαρμάρινοι ιματιοφόροι ανδριάντες, λαξευμένοι σε ποικιλία τύπων, αρχικά για επιτύμβια χρήση και κατόπιν ως τιμητικοί ή αναθηματικοί, νεανικά ιδεαλιστικά πορτρέτα με αθλητικά στοιχεία και εικονιστικά κεφάλια ώριμων ανδρών με εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, αντικατοπτρίζουν την κυρίαρχη αστική τάξη της ελληνιστικής δημοκρατίας.
Μετά τη λεηλασία του Κάσσιου και την επικράτηση του Αυγούστου η ελληνιστική μητρόπολη χάνει την πολιτική και εμπορική της δύναμη. Σε σχέση με τις ακμάζουσες πόλεις της Μικράς Ασίας αλλά και με τη γειτονική Κω όπου τη ρωμαϊκή περίοδο η γλυπτική παραγωγή είναι ποσοτικά μεγαλύτερη, στη Ρόδο ο αριθμός των ρωμαϊκών γλυπτών είναι περιορισμένος. Στα λιγοστά αυτοκρατορικά και ιδιωτικά πορτρέτα, ανιχνεύονται τα χαρακτηριστικά των καλλιτεχνικών εργαστηρίων της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η ελληνιστική παράδοση και τα κλασικιστικά στοιχεία υποχωρούν σταδιακά, τα επίσημα αυτοκρατορικά πρότυπα δεν υιοθετούνται πιστά, ενώ στα τελευταία ροδιακά πορτρέτα διακρίνεται σχηματοποίηση και διακοσμητικότητα στην απόδοση των χαρακτηριστικών
Το Ωδείο του Αγρίππα είναι ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της ρωμαϊκής Αθήνας. Έργο χρηματοδοτημένο από τον Αγρίππα, γαμπρό του Αυγούστου, και οικοδομημένο το 15 π.Χ. περίπου, βρισκόταν στο κέντρο της Αγοράς, όπου και σήμερα σώζονται οι γνωστοί ανάγλυφοι πεσσοί με τους Τρίτωνες, όπως και τμήμα του κοίλου και της ορχήστρας. Αυτή ήταν πλακοστρωμένη με ένα μαρμάρινο δάπεδο, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του είδους sectilia pavimenta της Αθήνας. Μία πρόσφατη έρευνα για τα δάπεδα της Αθήνας αυτού του είδους πρόσφερε την ευκαιρία να επανεξεταστεί αυτό το δάπεδο που δημοσιεύθηκε από τον H. Thompson το 1950. Η ακριβής ανάλυση των υπολειμμάτων του δαπέδου επέτρεψε να κατανοήσουμε πλήρως την διαχρονική εξέλιξη αυτού του μαρμαροθετήματος και να εντοπίσουμε μερικές μεταγενέστερες φάσεις αποκατάστασής του.
The hill of Haghia Kyriaki, where the site of the central lakonian sanctuary of Apollon Amyklaios has been located around 5 km south of Sparta. The mention of Amyklae in the Homeric catalogue of ships (Il. 2.584) reflects the site’s importance as a Late Bronze to Early Iron Age settlement. Archaeological remains and literary sources bear witness to the great importance of the sanctuary and the related Hyakinthia festival to the people of Lakonia during the Greek and Roman antiquity. In the framework of the Amykles Research Project, commenced in 2005, a new exploration of the entire surface of the site has being conducted.
The site is often under threat from environmental conditions, structural instability and development. Geospatial techniques in combination with other digital documentation techniques, which aim at creating an archaeospatial database named “Apollo” and a 3D model of the site and the structures, provide an extremely useful way to document and protect the spatial characteristics of the site.
The project has demonstrated that TLS is a viable technique for the integrated surveying of cultural heritage monuments that allows obtaining the geometry of the object easily, regardless of its accessibility. The real possibility of acquiring dense geometric information by TLS allows the analysis through a number of different modelling approaches. Combined TLS integrated to the main “Apollo” Geospatial Database will be able to provide much-improved quality of documentation to experts and interested parties as well as to a large number of scholars and members of the public.
αναδυόμενο πεδίο στην Ελλάδα που προσελκύει το ενδιαφέρον
τόσο των ειδικών όσο και του ευρύτερου κοινού (Alexopoulos &
Fouseki 2013; Λεκάκης 2016; Λεκάκης & Πάντζου 2020; Παπούλιας
2013; Πούλιος 2012). Κατ’ αντιστοιχία, οι δημοσιεύσεις πάνω στο
αντικείμενο συνεχώς αυξάνονται. Ωστόσο, μέχρι στιγμής είναι
περιορισμένες οι μελέτες με αντικείμενο έργα ανάδειξης και
διαχείρισης που έχουν υλοποιηθεί στο πρόσφατο παρελθόν καθώς
και τα προβλήματα και τις προοπτικές που αφορούν στη συνεργατική
και βιώσιμη διαχείριση των καταλοίπων του παρελθόντος. Είναι,
λοιπόν, φανερό ότι με την παρούσα έκδοση καλύπτεται ένα κενό στην
έρευνα και ταυτόχρονα δίνεται μια ευκαιρία σε ειδήμονες αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο να ενημερωθούν για τις τελευταίες εξελίξεις
σε αυτήν την ειδική θεματική και να εξοικειωθούν με θεωρητικά και
πρακτικά ζητήματα του χώρου.
In spite of the definitive loss of self-rule this was not a period of decline. Attica and the Peloponnese were special regions because of their legacy as cultural and religious centres of the Mediterranean. Supported by this legacy communities and individuals engaged actively with the increasing presence of Roman rule and its representatives. The archaeological and epigraphic records attest to the continued economic vitality of the region: buildings, statues, and lavish tombs were still being constructed. There is hence need to counterbalance the traditional discourses of weakness on Roman Greece, and to highlight how acts of remembering were employed as resources in this complex political situation.
The legacy of Greece defined Greek and Roman responses to the changing relationship. Both parties looked to the past in shaping their interactions, but how this was done varied widely. Sulla fashioned himself after the tyrant-slayers Harmodius and Aristogeiton, while Athenian ephebes evoked the sea-battles of the Persian Wars to fashion their valour. This interdisciplinary volume traces strategies of remembering in city building, funerary culture, festival and association, honorific practices, Greek literature, and political ideology. The variety of these strategies attests to the vitality of the region. In times of transition the past cannot be ignored: actors use what came before, in diverse and complex ways, in order to build the present.
Available open access at: https://www.sidestone.com/books/strategies-of-remembering-in-greece-under-rome-100-bc-100-ad