Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Γιώργος Θέμελης, "Ο γυρισμός"




Ο γυρισμός
(Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα)
 
Πόντον π’ τρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84


Δεύτερη ραψωδία

Η νήσος των ναυαγών


Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κ’ η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας





Τρίτη ραψωδία

Κίρκη


Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γίνοταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κι έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αυγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***

Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***

Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***

Παιδιά σύντροφοι αδέρφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τί το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***

Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού





Τέταρτη ραψωδία

Νέκυια


(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Μας κυνηγούσαν

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτο κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά ’κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν





Έκτη ραψωδία

Ο γυρισμός


Κάβοι και κόλποι
Της πρωινής χαράς που ακούω να με καλωσορίζουν και να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου
Που βλέπω τον εαυτό μου να σηκώνεται και να περπατεί
Μαζί με τα δέντρα, μαζί με τους γλάρους που φωνάζουν ψαρεύοντας με ανεμότρατα

Το πατρογονικό μου σπίτι είναι γυρτό και σκύβει τρίζοντας σαν ένας γέροντας
Φορτωμένος χρόνια, γεμάτος γενιές και πεθαμένους που κάθονται και πίνουν τα τσιμπούκια τους
Και σιγοκουβεντιάζουνε για τη ζωή που πάει και πάει και δεν τελειώνει

Μαζί γεννηθήκαμε μαζί μεγαλώναμε
Κάτω απ’ τους ίδιους αστερισμούς Ιχθύς και Παρθένο
Γράφοντας μες στη μεγάλη κάμαρα της φωτιάς μια γραφή και μια τοιχογραφία
Με ψηλά φορέματα, γαλήνια πρόσωπα πεζούς και καβαλάρηδες
Να πορεύονται
Και κάτι καράβια με πλώρες όρθιες κατά τα μάτια της αυγής
Και γυναίκες, κοπέλες με γοφούς σαν κύκνους και σαν κύματα
Όταν τα πλάθει ο άνεμος και τα κυλάει να παν’ να βρουν τους βράχους
Να σηκώνουν σταμνιά και να κεντούν τα χίλια ψάρια κοιτάζοντας μες σε βαθιούς καθρέφτες
Ανάβοντας το πάθος της ομορφιάς μες σε μεγάλα τζάκια

***

Πρόσωπά μου αμέτρητα
Παιδιά και κορίτσια κορίτσια και παιδιά που δε σας ξέρω και που σας βλέπω
Να κατεβαίνετε τα σκαλοπάτια των σπιτιών που έρχονται
Καπνίζοντας από μακριά σαν τα μεγάλα καράβια που τ’ ανάβει ο ήλιος
Σαν τα πουλιά των νησιών που κατεβαίνουν το ρέμα του καιρού
Για να κουβαλήσουν τις ψυχές που χάσαμε
Τις φωνές που περιμένουμε

***

Μακριά
Εκεί που πέφτει η συγνεφιά της σκόνης
Ακούω τον καβαλάρη να καλπάζει
Τον άσπρο μανδύα που διαπληκτίζεται με τον άνεμο μέσα στη νύχτα

Προς τις ακραίες φωτιές





Από τη συλλογή «Ο γυρισμός» (1948).

Πηγή: «Γιώργος Θέμελης - Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.

Στην εικόνα: Arnold Böcklin, «Odysseus and Polyphemus» (1896).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Κώστας Θ. Ριζάκης, "ο γόρδιους διαλύων"




ο γόρδιους διαλύων


αγωνιών τού πρωινού πέρναγεν άλματι
ικανώ ταυτίσεως μεσημέρι προς άγραν
δη κορύφωσης στο βράδυ ταβανώνει τό
ζόρισμα στίζει ιδού καταδικής του λογικής
«η σφίξη στάζεις ό,τι υγρόν» εν προκειμένω
λάδι κερνάς στα εναπομείναντα πρωτο-
φανή φθοράν σαλακουτιάζεις τοπ χαρτί ή εν-

άρετος γκρι πάθους πέλματι φωναπλώθης φως
                                  ως εκπορθμεύσας γρίφους ‒



                                            Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαεπτά συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 220 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα, Σ.Σ. Σταμπόγλη ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα, Η. Νικοπούλου, Λ. Καλλέργη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Jean-Simon Berthélemy, «Alexander cuts the Gordian Knot» (1767).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Κλείτος Κύρου, "Ακροτελεύτια"




ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑΝ


Συμπεριφερόμαστε
Υπό την επήρειαν
Παντός επιστητού

Της μέθης φερ’ ειπείν
Βρασμού ψυχής
Διαττόντων στίχων

Και οπωσδήποτε
Υπό την επήρειαν
Ερώτων γεγονότων
Χρωμάτων και αρωμάτων

Ή όποιων προτροπών

Είναι ο λόγος
Που υπό την επήρειαν του μέλλοντος
Αναπολούμε το παρελθόν






Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Τις νύχτες
Που είναι αμφίστομες
Όπως κι ο έρωτας
Ντύνεται στα όνειρα
Κι αποταμιεύει
Μέσα σε μπαλόνια
Σπαράγματα
Και νάματα ψυχής
Για κείνες
Τις στιγμές του πάθους
Όταν αυτά θα σκάνουν
Σκορπίζοντας
Στον κόσμο
Χρώματα
Και εικόνες
Και λέξεις
Που θα περιδινούνται
Γύρω από σύννεφο φωτός





ΣΧΟΛΕΣ ΤΥΦΛΩΝ


Άνθρωποι ανυπόδυτοι περνούν με σχισμένες καρδιές πε-
ρνούν στιλβωτές ελπίδων κι αγρίων οραμάτων περνούν αστα-
μάτητα οι μέρες φορώντας ομοιωματικά.

Κάθε τόσο τούς αποκολλούν επί αντιμισθία και μία μεμβράνη
φωτός τούς αφαιρούν μεθοδικά την όραση και τελικά τους
κλείνουν σε σχολές τυφλών.

                             Τουλάχιστον
                             Να μπορούσαν εκεί
                             Να τους προσφέρουν
                             Και κάποια
                             Έγχρωμα όνειρα


                                                                        Νοεμ. 1997





ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Hommes de l’ avenir souvenez-vous de nous
Πίσω από παρεμβολές και φωτοσκιάσεις νιώθεις τη γνώριμη
αύρα της γυναίκας να έρπει στο μέτωπό σου κάτω από συστή-
ματα κίβδηλων λέξεων διαβάζεις σωστά το νόημά τους έρ-
χονται μορφές που συνάντησες σε μιαν άλλη ζωή χαμογελούν
οι νεκροί περίεργα στα όνειρά σου.

Τώρα εσείς απυρόβλητοι αναπαύεσθε στις κυψέλες του μέλ-
λοντος εσείς που προσμένετε τη διαδοχή σας σκαλίζοντας
εκμαγεία κοριτσιών μια μέρα θα κατανοήσετε αδέσμευτοι
από κέντρα ελέγχου πως υπήρξαμε άνθρωποι όπως κι εσείς
αιωρούμαστε όλοι γύρω απ’ τον ίδιο άξονα σκορπίζοντας τα
φλουριά της αγάπης

Άδικα ψάχνεις την πρωταρχική αιτία των πραγμάτων ο άνε-
μος φέρνει λέξεις από τον ουρανό ακούς παιδικές φωνές από
τα βάθη του χρόνου να συντηρούν τους μύθους με τραγούδια
θυμάσαι τον Ματθαίο που καταχωρούσε καταλεπτώς τα πα-
ραστατικά του βίου πως είναι δυνατόν να υπάρχει τέλος σε
κάτι που δεν είχε ποτέ αρχή.





Από την ενότητα «Ακροτελεύτια».
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση, «Κλείτος Κύρου, εν όλω Συγκομιδή [1943-1997], εκδ. Άγρα, 2006.

Τα ποιήματα της ενότητας «Ακροτελεύτια» παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά με την ευκαιρία της έκδοσης του συγκεντρωτικού τόμου.

Στην εικόνα: Η προμετωπίδα της έκδοσης (μέρος κολάζ του ποιητή, 1971).


Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Μελισσάνθη, "Φωνές εντόμου"




                                                Microcosme

1

Το πρόσκαιρο όνειρο είμαστε ενός άγνωστου Θεού
Μια φαντασμαγορία λαμπρή που έχει ξετυλίξει
στα μάτια του, λήθης καπνός όπου ζητάει να πνίξει
το φοβερό το αντίκρυσμα του ίδιου του εαυτού.

Μέσα στο χάος της μοναξιάς του ο τρόμος του έχει ανοίξει
στην ερημιά, τ’ άμετρα αστέρια μάτια τ’ ουρανού
Μες στην απύθμενη άβυσσο, στη φρίκη του κενού
κάποιου θεού μάς γέννησεν η απελπισμένη πλήξη

Θείες ιδέες που ανθίσανε στης ύλης την ουσία
σχημάτων σκιές − του είναι μας την γύρη αποτρυγά
κρυφό σκουλήκι μέσα μας ενός Θεού η ανία

Κι ο θείος φόβος στ’ άπειρο του νου κρυφοπατά
κι ιδρώνει ιδέες −σε κουρνιαχτό τριγύρω του σηκώνει
τα όνειρά μας, σύννεφο, της φαντασίας σκόνη−





                                                         Στοιχειό

4

Στα μύχια μου κακόφωνα στριγγίζουν
κραυγές, ουρλιάσματα, Άδη αναβρασμός
−νύχια ή φτερά, τις φλέβες μου σπαθίζουν
Στοιχειά ή Θεοί που θεν να βγουν στο φως−

Φλογόπνοα άτια οι πόθοι χλιμιντρίζουν
σκάβουν οι οπλές στα σπλάχνα, ανταριασμός
στα δώματα του απείρου ως ατενίζουν
άνεμος να λυθούν δαιμονικός

Κι άλλοτες πάλι πράοι σαν περιστέρια
Ψυχή μου, ανίερη φλόγα κι ιερή
σε βλέπω ως λυτρωμό ή καταστροφή

Και τα μεσάνυχτα ή τα μεσημέρια
μια λάμια είσαι που σκούζεις βλαστημώντας
Κύκνος που αργοπεθαίνεις τραγουδώντας…





                                       Η νεραϊδοπαρμένη

5

Μ’ άγρυπνα ξενυχτάει η ψυχή μου μάτια
υπνοβάτης του βαθιού μεσονυχτιού
Παίρνει τα στοιχειωμένα μονοπάτια
βασιλοπούλα του παραμυθιού

Φτάνει μπροστά σε γυάλινα παλάτια
και μπρος σ κάστρα του παλιού καιρού
Τα ολόχρυσα ανεβαίνει σκαλοπάτια
με βήματα, έτσι ανάλαφρα, χορού

Οι πόρτες διάπλατες στο πέρασμά της
− της Χαλιμάς τα πλούτη είναι μπροστά της
Και ξάφνου, εκεί, ξεχνάει γιατί έχει ερθεί

Αμύθητο στρωμένο βλέπει δείπνο
Μα το ρηγόπουλο την καρτερεί
χρόνους τώρα, στο μαγεμένο του ύπνο.





Από τη συλλογή «Φωνές εντόμου», 1930.
Πηγή:
«Μελισσάνθη, Οδοιπορικό [Ποιήματα 1930-1984]», β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, 2000.

Πηγή για την εικόνα: Πανδέκτης: Θησαυρός Ελληνικής Ιστορίας & Πολιτισμού - Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία.


Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Τάσος Πορφύρης, "Η πέμπτη έξοδος"




J.R.


Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια
Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
      Χειρονομούσε απελπισμένος
Τώρα περνούνε τραίνα και σφυρίζουν
Περνούνε τραίνα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.





ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΠΑΛΙ...


Ονειρεύτηκα πάλι το γκρίζο μου όνειρο
Έρχεται και ξανάρχεται παλιά πληγή που δεν λέει να κλείσει
Είναι ένα παραμελημένο περιβόλι η πόρτα του σάπια απ’
Τη βροχή ο φράχτης του ένας σωρός πέτρες
Όσα κλήματα γλίτωσαν σκαρφάλωσαν σ’ αγριοκερασιές
Ταΐζουν κάθε χρόνο τα πουλιά και τον άνεμο
Εκεί περιφέρεται περίλυπη ανάμεσα στα δέντρα
Μιλάει στα σύννεφα κι εκείνα βρέχουν μπορεί
Να κλάψει ελεύθερα είμαι κρυμμένος πίσω
Απ’ τον κορμό μιας Βελανιδιάς δεν αντέχω άλλο
Τρέχω ανοίγοντας τα χέρια και χάνεται στην αγκαλιά μου
Και βρέχει σκέφτομαι πως είναι όνειρο
−Θε μου πόσος σπαραγμός χωράει σ’ ένα όνειρο−
Είναι χιλιάδες μίλια μακριά μπορεί να μην την ξαναδώ
Συνηθισμένη ιστορία −θα πείτε− άλλοι την ξεπερνούν εύκολα
Μα εγώ τη φορώ κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι.





Ο,ΤΙ ΕΙΧΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ


Ό,τι είχα για σένα μέσα μου το κάνα στίχους
Άδειασα, ρημάχτηκα για χατίρι σου κι εσύ
Ρίχνεις μπόι κι ομορφαίνεις απ’ το στερνό μου
Αίμα μού καρφώνεις την ανάσα στο στήθος με
Τα μακριά σου δάχτυλα κι από τις ρίζες της
Ξεπηδάνε τριαντάφυλλα που με πληγώνουν
                          Και με μεθάνε.





ΓΡΑΦΩ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ…


Γράφω γιατί το πέτρινο σπίτι είναι μακριά
Το μισό στα χιόνια και τ’ άλλο μισό στο μπάσο κλαρίνο
Η αγάπη μου έρχεται ανάμεσα σε δυο εφιάλτες
Ταχτοποιεί τα σεντόνια και γυρίζει στον ύπνο της
Χέρια και χείλια υποσχέσεις μια άλλης ζωής
Αργό ατέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου
Γράφω γιατί το ποτάμι με ξυπνάει με τις κραυγές του
−Πέστροφες κόντρα στο ρέμα κι ελάφια σκύβοντας για νερό−
Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν τη Νεμέρτσκα από φωτογραφίες
Γιατί το δάσος ουρλιάζει −ζητώντας τ’ αγρίμια του−
Την ώρα του δείπνου στη δρύινη τραπεζαρία.





ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ


Αυτά τα ποιήματα −αθώα τοπία− κρύβουν ένα σωρό
Κινδύνους μπορεί να σας φέρουν σε δύσκολη θέση οι
Στίχοι τους εκ πρώτης όψεως κατανοητοί γίνονται
Δυσνόητοι στην περιοχή τους συννεφιάζει απότομα
Πέφτουν χοντρές στάλες βροχής στα φυτά που παίρνουν
Το σχήμα του σταυρού οι στροφές τους απότομες με
Τον αγέρα να σφυρίζει ψηλά και κάτωθε το βουητό
Της θάλασσας άλλοτε απειλητικό κι άλλοτε
Μακρύ κι απελπισμένο και μην σκεφτείτε την
Ανάπαυλα στο χέρσο διάστημα ανάμεσα στις
Αβύσσους γιατί αυτή η περιοχή της περισυλλογής
Της προετοιμασίας και του μεσημεριάτικου ύπνου
                               Είναι Ναρκοθετημένη.





ΧΛΩΡΟΦΥΛΛΗ


Η χλωροφύλλη των δέντρων κρατούσε τις φωνές μας για τις
Δικές της κραυγές το άλλο καλοκαίρι κλωνάρια φορτωμένα
Φρούτα ωριμάζοντας μηνιαίες περιπέτειες σ ερημονήσια
Χάσαμε ο ένας τον άλλον σ εκείνη την περιπλάνηση στο
Δάσος σε πρόσμενα όλη νύχτα παίζοντας σκάκι με τον ύπνο
Ο Βασιλιάς χασμουριόταν στο θρόνο του, έχανα ένα
Ένα τα πιόνια μου μονάχα το μαύρο άτι χτυπούσε τις
Οπλές του πηδώντας γύρω στη βασίλισσά του τρέποντας
Σε φυγή τους αντιπάλους χαράματα που γύρισες
Με τ αγριμάκια στην αγκαλιά σου τυλιγμένα στην
Πρωινή πάχνη το πρόσωπό σου νοτισμένο δρόσο ή
Δάκρυα; πότε γίναν όλα αυτά; σε ποια ζωή;
Ήμουν εκεί τζάκι αναμμένο ανοιχτή αγκαλιά πιστό
Σκυλί ζητιανεύοντας μιαν υπόσχεση μην ξαναφύγεις.





ΛΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ


Μυρωδιές από ζαρζαβατικά και φρούτα τον γύριζαν
Τριάντα τόσα χρόνια πίσω δεκαεξάχρονο αγόρι
Ξαπλωμένο πλάι στο ποτάμι αγριοπερίστερα
Κόβοντας το διάστημα σε πλατιές λωρίδες
Ο χρόνος χρειαζόταν επιδέσμους για τις πληγές του
Στην ιτιά ο πόνος του αηδονιού μποστάνια
Μ’ όλα τους τα υπάρχοντα παράδεισος κι ο θόρυβος
Του νερού ισοκράτης της Βιβλικής συμφωνίας
Βατομουριές γέρνοντας τα αιμάτινα κλωνιά τους
Στο νερό νάρκισσοι κι η Τζούλια στ
 άσπρα
Να ’ρχεται απ’ το μονοπάτι παλιέ καημέ
Μνήμη από μπομπότα μέλι κι άγουρο
Φιλί εικόνες και μυρωδιές τον πολιορκούν ώς
Το άλλο τετράγωνο με τα μεγάλα κτίρια ρουφιάνοι
Θυρωροί κλητήρες καρφιά τον υποδέχονται
Ενώ πίσω του βουίζει απειλητικό −ώριμα
Θυμωμένα στάχυα− το χαμένο καλοκαίρι.





Από τη συλλογή «Η πέμπτη έξοδος», 1980.
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.





Ο Τάσος Πορφύρης (1931-2025) γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (πρ. Κακουσιούς ή Καξιούς). Το 1938 κατέβηκε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει ζαχαροπλαστείο με τον ξάδελφό του στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου 24. Τον χειμώνα του 1941 επέστρεψε στο χωριό του. Τον χειμώνα του 1945 προς 1946 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου αποφοίτησε από τη Β΄ Μέση Εμπορική Σχολή, στα Πατήσια, το 1949. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1961 με την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα (εκδόσεις Γεμεντζόπουλος). Aκολούθησαν τα ποιητικά βιβλία Το εγκαταλειμμένο σπίτι (Θεσμός, 1968), Flash Back (Λύσεις, 1971), Τοπίο (Λύσεις, 1973), Η πέμπτη έξοδος (Σημειώσεις, 1980), Τα λαβωμένα (Έρασμος, 1996), Σώμα κινδύνου (Ύψιλον, 2004), Έρημα (Ύψιλον, 2008), Χρονοσυλλέκτης (Ύψιλον , 2011), Οι μέσα μας πληγές (Ύψιλον, 2015) και οι συλλογές πεζογραφημάτων Η δοντάγρια (Σοκόλης, 2006) και Τα σπίτια (Πανοπτικόν, 2013). Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις και Σημειώσεις και συνεργάτης πολλών περιοδικών (Λύσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Νέα Σύνορα, Οροπέδιο, Πλανόδιον κ.ά.). Μετέφρασε ξένη ποίηση για περιοδικά: από τα αγγλικά ποιήματα των E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas (σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη, περιοδικό Λύσεις - τχ. 1, 2 και 3, 1967, 1968 και 1969), από τα γαλλικά ποίηση του Jean Tardieu (σε συνεργασία με τη Ρένα Κοσσέρη, περιοδικό Λύσεις, τχ. 6, 1970), καθώς και ποίηση των Τσέχων Antonin Bardusek, Vitezlav Nezval, Zosef Hanglik (περιοδικό Νέα Σύνορα, τχ. 69-70) και του Χιλιανού Nicanor Parra (περιοδικό Φηγός, τχ. 16, Γιάννενα 2003). Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες (ανθολογία Poetas Siglo XXI-Antologia Mundial, κ.ά.). Το 2013 οι Εκδόσεις των Φίλων κυκλοφόρησαν μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Νεμέρτσκα: Ποιήματα 1961-2011. Επίσης, επιμελήθηκε τις ανθολογίες Πολυφωνικόν: Ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2002), Ανθολογία της Βροχής: Ποιήματα 107 ποιητών, Ελλήνων και ξένων (Τροπικός- Παπαδόπουλος, 2003) και Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό: Ο ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας [1922-1987] (Γαβριηλίδης, 2018), και δημοσίευσε κριτικά μελετήματα για τους ποιητές Δημήτρη Παπαδίτσα, Άνθο Πωγωνίτη (Βασίλη Καραφύλλη), κ.ά.

Πηγή για το βιογραφικό του ποιητή: Βιβλιονέτ.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Περιοδικό Σταφυλή, 7ο τεύχος, Μάρτιος 2025




ΣΤΑΦΥΛΗ
ΜΕΘΗ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ

ΤΕΥΧΟΣ 7
Μάρτιος 2025


ΕΚΔΟΣΗ:
Εκδόσεις Κουκκίδα

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
Διώνη Δημητριάδου
Κώστας Θ. Ριζάκης

ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΚΔΟΣΗΣ:
Γιώργος Γώτης
Δημήτρης Κόκορης
Ισιδώρα Μάλαμα
Δήμητρα Μήττα
Μιχ. Γ. Μπακογιάννης
Συμεών Γρ. Σταμπουλού

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΥΛΗΣ:
Γιώργος Δελιόπουλος
Ευσταθία Δήμου

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Μαρίζα Γαλάνη, Αναστασία Γκίτση, Έφη Ζερβού
Βέρα Κονιδάρη, Άννα Κουστινούδη, Ειρήνη Μαργαρίτη, Λίλια Τσούβα

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Φωτεινή Χαμιδιελή

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ 7ου ΤΕΥΧΟΥΣ: Σώτος Ζαχαριάδης

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ – ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Εύη Κώτσου



Μόλις κυκλοφόρησε το τχ. 7 της Σταφυλής, από τις εκδόσεις Κουκκίδα.
Με έργα του ζωγράφου Σώτου Ζαχαριάδη, εικαστική επιμέλεια της Φωτεινής Χαμιδιελή, σελιδοποίηση και καλλιτεχνική επιμέλεια της Εύης Κώτσου. Γράφουν δοκίμιο, ποίηση, πεζό, μεταφράζουν οι: Ευσταθία Δήμου, Δήμητρα Δαρδαγάνη, Αλκμήνη Καισαρίδου, Γεράσιμος Βουτσινάς, Μαρία Κουγιουμτζή, Βασίλης Πανδής, Βέρα Κονιδάρη, Έφη Ζερβού, Βίκυ Κλεφτογιάννη, Μαρία Δαλαμήτρου, Στυλιανή Παντελιά, Ισιδώρα Μάλαμα, Σπύρος Λαζαρίδης, Αθηνά Καραταράκη, Βασίλης Κουγέας, Χριστίνα Καραντώνη, Κώστας Κουτσουρέλης, Δήμητρα Μήττα, Νεφέλη Γκάτσου, Ξανθίππη Ζαχοπούλου, Αναστασία Κόκκινου, Κώστας Θ. Ριζάκης, Διώνη Δημητριάδου, Φωτεινή Χαμιδιελή. Συνομιλούν: Με τον Σωτήρη Σαράκη η Δώρα Μέντη, και με τον Γιώργο Δελιόπουλο η Λίλια Τσούβα. Στη στήλη "Στο Πατητήρι" σ’ αυτό το τεύχος εκτενής αναφορά και ανάλυση σε όλο το έργο του Σωτήρη Κακίση.



[…] Θα μπορούσε κάποιος να εγείρει την αξίωση ένα περιοδικό Τέχνης και Λόγου, όπως η Σταφυλή, να τοποθετηθεί στα τρέχοντα προβλήματα; Σε μια εποχή γενικευμένης αστάθειας και ανασφάλειας, με την αδικία να κυριαρχεί σε κινωνικό επίπεδο, με τον πόλεμο να εξακολουθεί σε διάφορα μέρη του πλανήτη, με τη ζωή ως αξία να ακυρώνεται όλο και περισσότερο, το ερώτημα παραμένει. Ποιος ο ρόλος της Τέχνης και του Λόγου; Μπορεί να παρέμβει, να λειάνει ή να οξύνει τις καταστάσεις, να απωθήσει τις μορφές του Κακού, να τις επισημάνει έστω; Όλα αυτά είναι εφικτά, καταξιώνοντας έτσι τον ρόλο των δημιουργών ως συνεχιστών του πολιτισμού. Στη Σταφυλή έχουμε την πεποίθηση ότι η καλλιέργεια της πνευματικότητας (την οποία θέλουμε να πιστεύουμε πως υπηρετούμε) είναι ικανή να «διώξει τα σκοτάδια», στον βαθμό που τα πνευματικά έργα βρίσκουν τον στόχο τους κινητοποιώντας τις συνειδήσεις. […] Με αυτή την πίστη στα έργα που εμφορούνται από τη δύναμη να αλλάζουν τον κόσμο, συνεχίζουμε.
Διώνη Δημητριάδου (αποσπάσματα από το Σταφυλής Απόσταγμα)



Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε ΝΑ


ΣΤΑΦΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΘΗ

ΔΟΚΙΜΙΟ
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Κώστας Ουράνης, Ο δημιουργικός διχασμός του ποιητή
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΑΡΔΑΓΑΝΗ: Ο εαυτός και οι άλλοι στη αρχαία ελληνική σκέψη
ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Με χιούμορ, πνεύμα και μυαλό, Η κωμωδία της παλινόρθωσης (1660-1785) και ο William Congreve
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ: Ο οικογενειακός μύθος στο μυθιστόρημα του Τερζάκη
ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ: Σατιρικά γυμνάσματα (Κωστής Παλαμάς), Όταν η διαμαρτυρία γίνεται τέχνη τραγουδιστική

ΠΟΙΗΣΗ
ΑΛΚΜΗΝΗ ΚΑΙΣΑΡΙΔΟΥ: Δύο ποιήματα
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ: Τρία ποιήματα
ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Τρία πεζοποιήματα
ΑΘΗΝΑ ΚΑΡΑΤΑΡΑΚΗ: «Πρωτεύς»
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΓΕΑΣ: «Κάτοικοι του σεληνόφωτος»
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: «Υποδοχή»
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ: «Στου Κρεββατά τη βρύση»
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: Τρία ομόθεμα
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Πέντε ποιήματα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ: Joyce Mansour, Δεκαπέντε ποιήματα
ΒΕΡΑ ΚΟΝΙΔΑΡΗ: Πολ Όστερ, Επτά ποιήματα
ΕΦΗ ΖΕΡΒΟΥ: Τζιό Έβαν, Συμβαίνει καμιά φορά να σε σκέφτομαι πάντα
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: «Διαβάτη, δεν υπάρχει διάβα…»
ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Kurt Tucholsky, Ένα κομμάτι από την ανθρωπότητα
ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: Maurice Maeterlinck
ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ: Fabio Pusterla

ΠΕΖΟ
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ: Για λίγο με τον Προυκ
ΒΙΚΥ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ: Τζαμίλ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: Η έκθεση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Με τον Σωτήρη Σαράκη συνομιλεί η Δώρα Μέντη
Με τον Γιώργο Δελιόπουλο συνομιλεί η Λίλια Τσούβα

ΣΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Ο κόσμος των εσαεί θαυμάτων, Με τον τρόπο ενός στυλίστα της γραφής, Σωτήρης Κακίσης

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ
ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Ο ζωγράφος Σώτος Ζαχαριάδης



Εκδόσεις Κουκκίδα
Θεμιστοκλέους 37, 106 77 Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 3802644
e-mail: koukkida.edit@yahoo.gr
Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37
106 83 Αθήνα
Τηλ: 210 3802644


Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Θωμάς Γκόρπας, "Κομμάτια τού άλλοτε"





ΔΟΚΙΜΗ ΓΙΑ ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Κάποτε θα γράψω μια μουσική ακουμπισμένη στα βλέφαρα δυο ματιών
όπως τ’ όνειρο στην απογευματινή βροχή
όπως το κορίτσι στο περβάζι του βραδινού παραθύρου
όπως το πρωϊνό πουλί στο ελάχιστο κλωνί της ανεξάντλητης ελπίδας.
Κάποτε θα γράψω μια μουσική ακουμπισμένη στα βλέφαρα δυο ματιών
λάδι και κρασί για τις πληγές των απαρηγόρητων αδερφών
φως και πάλι φως για το ματωμένο δρόμο της ειρήνης.





Ο ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ


Η ώρα ήταν πέντε και μισή εχάραζε
περήφανος ο Απρίλιος τίναζε
απ’ τα ξανθά μαλλιά του την ψιλή βροχή.
Πολλοί περνούσαν από κει επαναφέροντας
την κίνηση και τη βουή στο δρόμο
αλλά κανένας δεν τον πρόσεχε κανένας
δεν είχε έλλειψη από ακεφιά και τρόμο.

Κάποιος ρωτούσε τι ώρα είναι
άλλος βλαστήμαγε που πέρασε η ώρα
άλλος ρωτούσε αν θα κάνει ζέστη
άλλος ρωτούσε αν θα ξαναβρέξει
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία λεωφορείων
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία της μέρας
άλλος – ο πιο επικίνδυνος για το σιγουρεμένο καθεστώς
ζητούσε μιαν αφετηρία πουλιών…

Πάντα παράξενος ο Απρίλιος πάντα
να μας χωρίζει δίχως δισταγμό στα δύο
Άνοιξη ή Καλοκαίρι είναι τώρα;
Για το ρακοσυλλέκτη όμως συνεχιζόταν ο χειμώνας.
Κοιμόταν σαν παιδί σαν αγγελούδι σαν αρνί
μες στα κουρέλια του και μέσα στα χαρτιά του
χαμογελούσε ονειρευόταν φαίνεται ότι πετούσε
επάνω από λιβάδια σύγνεφα βουνά και θάλασσες
επάνω από εποχές χαρές και λύπες.
Χαμογελούσε ονειρευόταν φαίνεται ότι έπεφτε
από ψηλά μπαλκόνια έπεφτε απαλά στην άσφαλτο
σαν το φτερό πουλιού σαν λέξη κοριτσιού
και τίποτε δεν πάθαινε. Κοιμόταν χαμογελούσε
ονειρευότανε και δεν ξυπνούσε δεν ξυπνούσε…





ΘΑΥΜΑ


Παίρνω στα χέρια μου φυτό παίρνω πουλί παίρνω δραχμή
Γίνεται το φυτό εξοχή και πάω περίπατο με σένα
Γίνεται το πουλί μια μουσική καθόμαστε και την ακούμε
Γίνεται η δραχμή βουνό ανεβαίνουμε στην κορυφή
Πέφτεις εσύ και χάνεσαι κ’ εγώ πώς να γυρίσω πίσω…
Παίρνω στα χέρια μου μπουζούκι για να σε μοιρολογήσω
αλλά οι πεννιές σε βρίσκουν και σε φέρνουν πίσω…





Από τη συλλογή «Τα θεάματα», 1983 (ενότητα: «Κομμάτια τού άλλοτε»).

Πηγή: «Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα [1957 - 1983]», εκδ. Ποταμός, 2015.

Στην εικόνα, ο Θωμάς Γκόρπας το 1986. Φωτογραφία του Μανώλη Νταλούκα.

Πηγή για την εικόνα: Το blog του Μανώλη Νταλούκα
https://freedomgreece.blogspot.com/2014/02/blog-post_28.html


Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Ασημίνα Λαμπράκου, "Λόλα, να μια πατρίδα"





Ασημίνα Λαμπράκου

Λόλα, να μια πατρίδα

(κάπου στην Ακαδημία Πλάτωνος)

να πήρε το μάτι μου ή μην του τόπου με ζάλισ’ η γαλήνη
τον Πλάτωνα στο ποδήλατο καβάλα τη ρούγα ν’ ανεβαίνει
δρόμο τρίστρατο μακρύ στη Λιάκουρα ώς πέρα
το ποίημα να σηκώσει λάβαρο
κι όπλο βαρύ στην πλάτη του Ζητουνιάτη;

σα να ’πια ήλιο αλμύρα και χαμομήλι ανθό
τόση που ήτανε θολή τ’ ανθρώπου η εικόνα
κάτω από γαλάζιο όψιμο βαθύ
κι ολίγον πράσινο φιδάτο
στο λούκι πλάι το στενό
με νούμερο στο έντεκα ν’ αθροίζει


                        στον Κώστα Θ. Ριζάκη




Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι της Ασημίνας Λαμπράκου.


Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Μίλτος Σαχτούρης, "Κληρονόμος πουλιών"




ΤΑ ΔΩΡΑ


Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής



Παραλογαίς, 1948







                                     Στον Θ.Ι. Ρούσσο

ΦΥΤΡΩΣΑΜΕ πάλι άγρια λουλούδια
                                                        αυτή την άνοιξη
άγρια βυσσινιά κι άγρια γαλάζια
άλλα πεθαίνουν
εμείς μεγαλώνουμε σαν τ’ αγάλματα
άγρια ζεστά λουλούδια αυτή την άνοιξη
απλώνουμε τα χέρια και φωνάζουμε
όμως η απάντηση
έρχεται ύστερα από χρόνια
και από μακριά
σαν αλυσοδεμένο φάντασμα

και σα βαρύ άδειο καράβι



Όταν σας μιλώ, 1956






ΣΚΕΨΕΙΣ

                             Στον Ε. Χ. Γονατά


Ήσυχα ύπνου φέρετρα
κρεβάτια φοβερού θανάτου
αφού τριγύρισε τον άνεμο αυτής
                                              της γης
ο άνεμος αφηνίασε και δάγκωσε
η γης γύρισε ανάποδα
απ’ τη μεριά που ανθίζανε τα πράγματα
στάθηκε τότε εκείνος
σκεφτικός
πολύχρωμος
κοντά στη θάλασσα
σα σκιάχτρο σ’ ακρογιάλι



Ο περίπατος, 1960






ΦΥΣΟΥΣΕ
 
 
Φυσούσε
λουλούδια από άλλο κόσμο
 
σαν εκκλησία
 
με μαύρα στίγματα όμως του κακού
σκορπισμένα
να καίνε κόκκινο το δέρμα
 
μέσα στον ύπνο
τραγικά
μοσχοβολούσαν
τα μαλλιά της



Τα στίγματα, 1962







                         …μα εκεί κάτω στα τεράστια της Ουαλίας
                                                                             φεγγάρια
                                  μέσα στα ολοστρόγγυλα της Ουαλίας
                                                                             φεγγάρια
             Ο ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΡΕΛΟΣ
             ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΕΙ

ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ


Σήμερα καθώς οργίζομαι και μπαίνω
εις τα πενήντα δυο μου χρόνια
με δέος και θάμβος μαζί σε χαιρετίζω
αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας
που τόσο νέος ήξερες
φωτιά να βάζεις μες στις λέξεις
να τις πυροδοτείς
κι αυτές με κρότο και με Θεό μαζί
να εκρήγνυνται, στο αχανές



Το σκεύος, 1971






ΠΟΡΟΣ 1985


Κι όταν εφάνη στο φλιτζάνι του καφέ μου
                                                                           η γοργόνα η μαύρη
όλη τη νύχτα αδιέξοδα και εξορίες
έξαλλος λέω στίχους του Hölderlin
στίχους του Charles Cross
και πώς λυπάμαι τον άνθρωπο με το καροτσάκι
γυρίζει
πουλάει γλειφιτζούρια −γεωμετρικά τοποθετημένα
το ένα πλάι στο άλλο στη σειρά−
κανένας δεν τα αγοράζει
κι έτσι κι αυτός είναι τώρα χρόνια πεθαμένος
τα ρούχα του έχουν λιώσει πάνω του
και πίσω του τρέχει ο άγγελός του.

Όμως παρ’ όλα αυτά ο Πόρος υπάρχει
και μ’ όλα τα χαϊμαλιά του
με την παλιά του άγκυρα μπηγμένη
                                               στην αμμουδιά
τις όμορφες τουρίστριες με τα καταπληκτικά
                                                                πόδια
και πόσους έφαγε το χώμα αυτά τα χρόνια

πάει ο Σκλάβος κι ο Καχτίτσης
ο Ιωάννου, η Μέλπω Αξιώτη
ο Αλεξάνδρου και τόσοι άλλοι.

Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο
ειρηνικό.



Εκτοπλάσματα, 1986






ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Στο σπίτι του πεθαμένου ποιητή
είναι κολλημένες φωτογραφίες
άλλων νεκρών ποιητών
που όταν ήταν ζωντανοί
αστειεύονταν
ή τσακωνόντουσαν
με τον πεθαμένο

Τώρα μένουν ακίνητοι
κολλημένοι στους τοίχους
και μόνο ο νεκρός ποιητής
στριφογυρίζει στο κρεβάτι του
απελπισμένος.



Έκτοτε, 1996






Πηγή: «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος, 2014.


Πηγή για την επάνω εικόνα: https://www.in.gr/ (Μίλτος Σαχτούρης. Από την άλλη μεριά του τοίχου).

Στη δεύτερη εικόνα: 11 Δεκεμβρίου 1979. Στιγμιότυπο από την εκπομπή Παρασκήνιο, Κληρονόμος πουλιών (Μίλτος Σαχτούρης) (2004) [Ψηφιακό αρχείο Δημόσιας Τηλεόρασης].

Πηγή για την δεύτερη εικόνα: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα / Μίλτος Σαχτούρης
(Στον σύνδεσμο μπορείτε να διαβάσετε για τη ζωή και το έργο του ποιητή).