Life Upper Intermediate Vocabulary - Unit 1
Life Upper Intermediate Vocabulary - Unit 1
Life Upper Intermediate Vocabulary - Unit 1
p. 13
spoil = κακομαθαίνω
brand = μάρκα
encourage = ενθαρρύνω
introduce = (in) εισάγω, θεσπίζω / (to)
συστήνω
invest = επενδύω
rebel against = επαναστατώ
fault = σφάλμα
gap = χάσμα, κενό
2
p. 14 entering a foreign country to live while “emigrating”
emigrate = αποδημώ, μεταναστεύω emigrant is the act of leaving a country to live in another.
= απόδημος; άποικος; μετανάστης Consider the differences in our above examples,
emigrant bird = αποδημητικό My grandparents immigrated to the United
States.
(μεταναστευτικό) πτηνό
My grandparents emigrated from Norway.
emigration = μετανάστευση; αποδημία
In this example, my grandparents are immigrants
emigration country = χώρα εξαγωγής here in the United States, but back in Norway, they
μεταναστών are emigrants. The graphic below does a good job
émigré = πρόσφυγας illustrating the difference.
migrate = αλλάζω τόπο διαμονής,
μεταναστεύω γενικά
immigrate = μεταναστεύω (εισέρχομαι) σε νέο
τόπο
ΝΟΤΕ:
To migrate is to move from one country or region
and settle in another. Migrate is an umbrella term
under which both “immigrate” and “emigrate” fall.
When it applies to people, it generally means a
permanent move but can also mean a temporary
relocation. For example,
Many Easterners migrated west during the
California Gold Rush (permanent move).
Many workers migrate north for cropping season
(temporary relocation).
When “migrate” applies to animals such as birds, it
generally means a seasonal or temporary change in
habitat. For example, Ther
Robins migrate south every winter. e is a good trick to remember the differences
When To Use Immigrate between “immigrate” and “emigrate.” The prefix e-
To immigrate is to enter and settle in a foreign (or ex-) usually means “out of” or “from.” The prefix
country, leaving a past home. “Immigrate” implies a im- (or in-) often means “in” or “into.” Therefore,
permanent move and applies only to people. For emigrate means “to move out of” and immigrate
example, means “to move into.”
My grandparents immigrated to the United Or to put it even more simply, you immigrate “into”
States in the 1920’s. places and you emigrate “from” places.
There is one main feature that distinguishes To summarize,
“immigrate” from “migrate.” “Immigrate” means an Migration is an umbrella term that covers both
individual or group of people have moved into a “immigrate” and “emigrate.”
new, foreign country. “Migrate” does not require “Immigrate” is to enter a foreign country to live.
moving into foreign land; it just implies moving. “Emigrate” is to leave a country in order to live in
“Immigrate” usually refers to the crossing of a another.
political boundary (moving into a new country)
where “migrate” can just be moving to a new
region. For instance,
seek – sought – sought = ψάχνω, ζητώ,
Many Michiganders migrate south for the winter. αναζητώ
In this example, Michiganders aren’t moving to a fortune = τύχη, καλή τύχη, πλούτη
foreign land, but they are migrating south for the personal account = προσωπική μαρτυρία
winter. pick up on = σχολιάζω με αφορμή κάτι ή
When To Use Emigrate προσθέτω σχόλιο/γνώμη/πληροφορία πάνω
To emigrate is to leave one country or region to σε κάτι (πχ που έχει ειπωθεί)
settle in another. “Emigrate” implies a permanent aspect = άποψη
move and only applies to people. For example, reach a conclusion = φτάνω σε ένα
My grandparents emigrated from Norway.
συμπέρασμα
The difference between “immigrate” and
inherit = κληρονομώ
“emigrate” is that “immigrating” is the act of
influence = επηρεάζω
3
a sense of duty = αίσθηση καθήκοντος arrangement = συμφωνία, κάτι που έχω
consideration = σκέψη, ενδιαφέρον, (δείχνω) κανονίσει
ευαισθησία express = εκφράζω
trait = χαρακτηριστικό γνώρισμα, στοιχείο appearance = εμφάνιση
approval = έγκριση carry on = συνεχίζω
career path = σταδιοδρομία Fancy meeting you here = Δεν το περίμενα/
attitude = στάση (απέναντι σε κάτι) Παράξενο να σε δω εδώ
to be up to = σκαρώνω
p. 15 What have you been up to? = Τι έκανες τόσο
settle = εγκαθίσταμαι, εγκαθιστώ, καιρό; Τι νέα…;
τακτοποιούμαι to be snowed under = πνίγομαι (πχ. στη
have in common = έχω κοινά (σημεία, δουλειά), λυγίζω από το βάρος (πχ. της
ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικά κλπ) δουλειάς)
attached to = δεμένος με to have ups and downs = έχω
ancestor = πρόγονος σκαμπανεβάσματα
ancestral = προγονικός suit = ταιριάζω
descendant = απόγονος get on = τα πηγαίνω καλά (με κάποιον), τα
meet by accident = συναντώ τυχαία πάω καλά (με κάποιον)
balance = ισορροπία /εξισορροπώ to ask after someone = ρωτώ για (την υγεία
melting pot = χωνευτήρι κάποιου)
conflict = σύγκρουση/διαμάχη to be in a hurry = βιάζομαι
recur = επανέρχομαι, επαναλαμβάνω rush = ορμώ, χιμώ, φούρια, βιάζομαι
ethnic = εθνοτικό convey = εκφράζω, μεταφέρω μήνυμα
diversity = ποικιλομορφία, διαφορετικότητα,
ποικιλότητα p. 17
pronounced = σαφής, έντονος summarise = συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω
alongside with = μαζί με, παράλληλα με I’ve been meaning to = ήθελα καιρό να
set out to = έθεσε ως στόχο να journal = περιοδικό / ημερολόγιο
trace = ιχνηλατώ get established = καθιερώνομαι, καταξιώνομαι
makeup = σύσταση plantation = φυτεία
intrigue = εξάπτω την περιέργεια lush = πλούσιος (σε βλάστηση, σε γεύση)
in the first place = Κατ'αρχάς feature = αφιέρωμα (πχ. σε περιοδικό)
railroads = σιδηρόδρομος Fingers crossed! = Ας ευχηθούμε το καλύτερο
announcement = αγγελία, ανακοίνωση publish = εκδίδω
get in touch = έρχομαι σε επαφή get together with = βρίσκομαι με (συναντώ)
reunion = επανένωση, συνένωση get someone to do sth = πείθω κάποιον να
emotional = συγκινητικός, συναισθηματικός κάνει κάτι
pass down to = μεταφέρομαι, κληροδοτούμαι,
μεταβιβάζω από γενιά σε γενιά p. 18
forgetful = ξεχασιάρης, επιλήσμων flee = δραπετεύω, τρέπομαι σε φυγή
bond = δεσμός settle = εγκαθίσταμαι
struggle = αγώνας, πάλη trace back = βρίσκω τις ρίζες μου κάνοντας
ambition = φιλοδοξία αναδρομή στο παρελθόν
ethic = ηθική, δεοντολογία tenement = κατοικία, διαμέρισμα
dedication = αφοσίωση harsh = σκληρός, τραχύς, δριμύς
desire = επιθυμία, λαχτάρα, θέληση contend with = τα βάζω με κτ, αγωνίζομαι
get ahead = προοδεύω, πάω μπροστά ενάντια σε κτ
discrimination = διάκριση
p. 16 diverse = διαφορετικός, ποικίλος
bump into = τρακάρω, πέφτω πάνω, συναντώ hardship = κακουχία, δυσκολία, ταλαιπωρία
τυχαία leap = άλμα, σάλτο, πήδημα
for ages = για μεγάλο χρονικό διάστημα partition = διαμελισμός, διχοτόμηση,
διχοτομώ, διαμελίζω, χωρίζω, διαιρώ
4