Tuesday, October 09, 2007

Μάτια φεγγαρίσια, λόγια μεστά!

Τι είχαμε προχτές λοιπόν;
Την παρουσίαση ενός βιβλίου.
Άντε την παρουσίαση ενός πολύ σημαντικού βιβλίου για το Αιγαίο.
Τέσερεις εκλεκτοί ομιλητές ανέλαβαν να μας ταξιδέψουν στα νερά του αλλά και έξω από αυτά.
-Ένας Αδαμάντιος Πεπελάσης ακμαιότατος ενενηντάρης έφηβος άδραξε την ευκαιρία να κατακεραυνώσει τις κυβερνήσεις (όλες) για όλα τα δεινά από τα οποία φρόντισαν να μην αποτρέψουν τον πολύπαθο τόπο μας χέρι χέρι με τον «άξεστο πλούτο».

-Ένας απολαυστικά σκληρός, με τον ίδιο πάντα μονοδιάστατα κριτικό λόγο του όσο αφορά στην εικόνα του νησιού, Λευτέρης Παπαδόπουλος, μίλησε για την ανάγκη που έχουμε ν’ «ανασαίνουμε τη ζωή» μέσα απ’ τον ιδρώτα της αθωότητας, σ’ ένα περιβάλλον λαϊκό και ισορροπημένο.

Μπίλιω Τσουκαλά για το συναισθηματικό δέσιμο που έχει με το βιβλίο ως απόσταγμα 30 χρόνων σχέσης του συζύγου της με το Αιγαίο. Μια σχέση που δεν αποτελεί για τον συγγραφέα ευκαιρία πλουτισμού, αλλά αφορμή για να βαθύνει και να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, για να μοιραστεί την εμπειρία με τον αναγνώστη.

-Θα σταθώ λίγο στην τέταρτη ομιλήτρια που …άνοιξε τη βραδιά. Το ρήμα δεν είναι τυχαίο κι ας μου επιτραπεί να παρασυρθώ εγώ μιας κι εκείνη δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνει. Η Φρατζέσκα Χανιώτη κυριολεκτικά άνοιξε τη βραδυά, δίνοντας νόημα στη συνάντηση. Και δεν είναι γιατί το λέω εγώ, ούτε επειδή σε κείνην αναφέρθηκαν όλοι κολακευτικά, είναι γιατί απαίτησε εμπιστοσύνη στις προσωπικές ματιές, «αποκαθήλωσε» την επίπεδη αφίσα του ΕΟΤ και την συνάρτηση των αναγκών της καθημερινότητάς μας –δρόμοι, σχολεία, λιμάνια, αεροδρόμια- με την στρεβλή αναπτυξιακή πορεία, την τάση να γίνουν όλα τα νησιά «Μύκονος».

Κι έτσι λοιπόν απ’ αφορμής των λόγων του Λευτέρη Παπαδόπουλου:

«Να βρούμε τρόπο αυτά που είπε η Φρατζέσκα να τα μάθουνε περισσότεροι. Να δημοσιευτούν. Αυτό το κορίτσι, η Φρατζέσκα, μίλησε καταπληκτικά! Ο χώρος είναι μικρός, το ακροατήριο περιωρισμένο. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να το αβγατίσει γιατί και μυαλό έχει και τα πράγματα τα βλέπει με μάτια φεγγαρίσια, τεράστια και καταλαβαίνει κι έχει μια μεγάλη ευαισθησία…»
Φέρνω εδώ σήμερα το κείμενο της ομιλίας της, ένα κείμενο χωρίς ομφαλούς της γης και περιούσιους νησιώτες, μεστό και φρέσκο. Τη φωνή μιας από τις κρυφές δυνάμεις του Αιγαίου, που πρεσβεύουν κλίμακες ανθρώπινες, ονειρεύονται νησιά βιώσιμα, ξύνουν πληγές καθημερινές. Κείμενο που ειλικρινά αξίζει να διαβαστεί, γραμμένο ίσως από την πιο δυνατή πένα της παρέας της «Μυκονιάτικης».

-
Σημάδια του Αιγαίου - εκδ. Ποταμός

"Γνώρισα τον Γιώργο Πίττα, φέτος την άνοιξη στη Σαντορίνη, εξαιτίας ενός φακέλου. Ο φάκελος περιείχε τα δοκίμια αυτού του πολύ σημαντικού βιβλίου για το οποίο μιλάμε σήμερα. Επρόκειτο σύντομα να τυπωθεί και πάλευε με τις τελευταίες αβλεψίες και διορθώσεις.
Ήταν ένα βαρύ «σώμα», ακουμπισμένο σε μια φροντισμένη έκδοση, με ωραία σελιδοποίηση, ωραίες φωτογραφίες και πλούσιο, δίγλωσσο κείμενο που το έκαναν βιβλίο και όχι ένα ακόμη λεύκωμα για το Αιγαίο. Ό,τι μπόρεσα να κλέψω από το σύντομο ξεφύλλισμα, καταρχήν μ’ έκανε να ζηλέψω. Στη συνέχεια να συγκινηθώ. Ακολούθησε εκείνο το αμήχανο κούνημα του κεφαλιού με τα μάτια ορθάνοιχτα και το πολύ πρωτότυπο:
-Μπράβο Γιώργο! Ωραία δουλειά!

Όταν το βιβλίο τελικά κυκλοφόρησε και ήρθε στα χέρια μου, αυτόνομο, ολοκληρωμένο και ζωντανό, ένιωσα σαν να μοιράζεται μαζί μας, ένα κομμάτι του βάρους του. Και θα εξηγήσω γιατί: ο τρόπος που ο Γιώργος Πίττας είχε ακουμπήσει τη ματιά του στο πολύ ευαίσθητο και κακοποιημένο Αρχιπέλαγος, ήταν τολμηρός. Ξεπέρασε την ευκολία της εικόνας, της επίπεδης δηλαδή αντίληψης η οποία διακινείται χρόνια τώρα και από τις κρατικές πολιτικές προβολής και από εμάς τους ίδιους τους νησιώτες και βούτηξε στα βαθιά νερά της πολυεπίπεδης και δυναμικής καθημερινής ζωής. Ήταν χωρισμένο σε κεφάλαια όπως: Λιμάνια, Καΐκια, Ψαρέματα, Βλάστηση, Πέτρες, Κατοικίες, Μονοπάτια, Αγγειοπλαστική, Περιστεριώνες, Δρώμενα, Άνθρωποι, Ήχοι, Καφενεία, Γαστρονομία, Μουσική.

Δυστυχώς, εκείνο το οποίο ως σήμερα έχουμε συνηθίσει να μας σερβίρουν αλλά και να σερβίρουμε είναι το explore your senses, αλλά με τον τρόπο της τελευταίας καμπάνιας του ΕΟΤ, όπου στις αφίσες δεσπόζει ένα τεράστιο μάτι το οποίο ακυρώνει όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις και στην πραγματικότητα μας προτρέπει σ’ αυτήν ακριβώς την επίπεδη εικόνα που λέγαμε παραπάνω: ολίγη από Καρυάτιδες, ολίγη από ανεμόμυλους, μια σμαραγδένια παραλία, μια vanity fair πισίνα και ολίγη από ξεφάντωμα σε barα κάτω απ’ τ’ άστρα.

Είναι γενναίο λοιπόν να κυνηγάς το 2007 στο κατεξοχήν τουριστικό κομμάτι της Ελλάδας, που είναι το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου, ήχους, μονοπάτια, πέτρες, αμπέλια και κατοικιές. Πολύ περισσότερο να τα κυνηγάς με τον λιτό εξοπλισμό του περιηγητή, που τον ενδιαφέρει και η αρχιτεκτονική και η λογοτεχνία, η θρησκεία και η βοτανική, τα τραγούδια και το φαγητό. Να κυνηγάς δηλαδή, ό,τι είναι έργο των ανθρώπων που χωνεύονται στο τοπίο, χωρίς να θέλουν να δράσουν ανταγωνιστικά προς αυτό αλλά ούτε και μαρμαρωμένοι σε μια εποχή, σε μια συνήθεια.

Επιτρέψτε μου λοιπόν, να διακρίνω και ένα κομμάτι πολιτικό στην τόσο τρυφερή ματιά του Γιώργου Πίττα προς τα νησιά του Αρχιπελάγους και τα οικοσυστήματά τους. Τα πλησιάζει με αληθινή αγάπη και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στέκεται και ερευνά το σήμερα και διαμέσου των πηγών, των επιρροών, των κατακτητών, της ιστορίας γενικότερα, που διαμόρφωσε και εξακολουθεί να διαμορφώνει αυτό το ολοζώντανο κομμάτι του ελληνικού χώρου.

Όταν αναφερόμαστε στα νησιά του Αιγαίου σήμερα, ο κίνδυνος είναι, το μυαλό μας να πάει πρώτα- καμιά φορά, μόνο- στον τουρισμό, στην υποδοχή, στην διαχείριση. Η δεύτερη σκέψη είναι να τα χωρίσει στα δυο, ανάμεσα στα ανεπτυγμένα και λιγότερο ανεπτυγμένα νησιά, πάντα σε σχέση με την τουριστική βιομηχανία. Το χειρότερο όμως είναι – κατά τη γνώμη μου- να διχάσει την οντότητά τους, ανάμεσα στο προσφερόμενο (την εικόνα δηλαδή) και το Άλλο (την καθημερινή ζωή). Σαν να έχουμε ένα σώμα κομμένο κατά μήκος στα δύο. Από δω βλέπετε κι από δω αισθάνεστε. Μάλιστα, αυτή η καραμέλα της άλλης όψης (η άλλη Μύκονος, η άλλη Κρήτη, η άλλη Πάρος) τείνει να γίνει ακόμη μια εικόνα προς κατανάλωση.

Κι όμως, πρόκειται για ένα σώμα, που ζει από μια καρδιά. Το σώμα είναι ο τόπος και η καρδιά είναι οι άνθρωποι του. Ακόμη και σήμερα πολλά νησιά παλεύουν για τα αυτονόητα, όπως η καλή θαλάσσια συγκοινωνία, οι στοιχειώδεις υποδομές, η οδοποιία. Το όραμα κατοίκων και φορέων είναι αυτή η τουριστική εικόνα, που αν την αποκτήσουν θα έχουν λιμάνια, θα έχουν και δρόμους. Ίσως όμως να μην έχουν πια την ταυτότητά τους. Αλήθεια, αυτός είναι ο στόχος; Να γίνουν ένα κομμάτι, της ετήσιας αφίσας του ΕΟΤ, της επίπεδης, χωρίς διαστάσεις, χωρίς ιδιαιτερότητες, χωρίς πνοές;

Λέει πολύ εύστοχα ο Γιώργος Πίττας στην εισαγωγή: Το μανιχαϊστικό δίλημμα «παράδοση ή καταστροφική ανάπτυξη» αναιρείται από την προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης, αυτής που θα στηριχτεί στον σεβασμό και την ανάδειξη των οικοσυστημάτων και πολιτιστικών αγαθών των νησιών του Αρχιπελάγους.

Μα φυσικά!. Η ζωή στα νησιά του αρχιπελάγους είναι ένας αδιαίρετος, ολοζώντανος οργανισμός που ακόμα δεν έχει βρει τον τρόπο να γεννηθεί και να ξεδιπλώσει όλες του τις δυναμικές από όλα του τα μέλη. Σαν να κολυμπάνε ακόμη τα νησιά μας και οι άνθρωποί τους, στην υγρή τους μήτρα, τη θάλασσα, στη θέση του εμβρύου: με διπλωμένα τα χέρια και τα πόδια και το σαγόνι ακουμπισμένο στο στήθος. Και σαν να στεκόμαστε εμείς και να θαυμάζουμε (!) τη μαγεία αυτής της ζωής από την εικόνα του υπέρηχου. Το ζήτημα, λοιπόν είναι θα γεννηθεί ποτέ αυτό το μωρό; Θα το δούμε να μεγαλώνει με όλες του τις χάρες;

Η προοπτική για την οποία μιλά ο Γιώργος Πίττας, είναι ότι αυτές οι δυνάμεις θα πρέπει να βγουν από τον σάκο τους, αλλά με όρους σεβασμού στο περιβάλλον και τον πολιτισμό.
Στην εισαγωγή του βιβλίου εύστοχα παρατηρεί, πως, ενώ ο τουρισμός έβγαλε τους κατοίκους των νησιών από την ανέχεια και τη φτώχια, παράλληλα, αλλοίωσε μοναδικούς παραδοσιακούς οικισμούς, επέβαλε το αστικό μοντέλο, εγκαταλείφθηκαν ασχολίες, και επαγγέλματα αιώνων έπεσαν σε μαρασμό. Επισημαίνει όμως παράλληλα, ότι από την δεκαετία του ’90 περίπου, μια μικρή επανάσταση άρχισε να συντελείται στα νησιά του Αιγαίου: επαγγελματικοί φορείς, προοδευτικοί επιχειρηματίες και ιδιώτες άρχισαν να προτείνουν νέους αναπτυξιακούς προσανατολισμούς που βασίζονται στο τρίπτυχο Ποιότητα – Πολιτισμός - Περιβάλλον.

Διαβάζοντας το βιβλίο, αποκωδικοποιεί κανείς και τις εικόνες. Και έτσι μόνον εξηγείται γιατί τολμά, να φτιάξει στο βιβλίο του κεφάλαιο που το λέει: Ήχοι. Διότι: οι ήχοι δεν είναι όλοι ίδιοι στη θάλασσα. Άλλος του γαρμπή, άλλος της σοροκάδας […] και στη στεριά διαφορετικός είναι ο ήχος του αέρα όταν φυσάει ανάμεσα στις φίδες και τα’ αγριόκεδρα κι αλλιώς στους πευκώνες και τους ελαιώνες.

Αυτό θα πει αγαπητοί φίλοι, explore your senses. Όχι μόνο να βλέπεις, αλλά , να παρατηρείς, να αφουγκράζεσαι, να δραστηριοποιείσαι. Αν δεν μπορούσε ν’ ακούσει αυτούς τους ήχους, αν δεν μπορούσε να δει το ανάγλυφο του ασβέστη στους τοίχους, αν δεν μιλούσε με τον τελευταίο παριανό μυλωνά, αν δεν τραγουδούσε τη χοιροκεφαλή στου Καντενάσου, αν δεν έσκαβε στη βιβλιογραφία και στην ιστορία, πως θα μπορούσαν να του φανερωθούν τα σημάδια του Αιγαίου;

Ο Γιώργος Πίττας, ανοίγει το βορινό παράθυρο, σ’ αυτό το μονόσπιτο που λέγεται Αρχιπέλαγος με τα πολλά και διαφορετικά δώματα που είναι τα νησιά, ενώ το επίσημο κράτος αλλά και εμείς οι κάτοικοί τους, φοβόμαστε να το ανοίξουμε μην τυχόν και σκορπίσει ο αέρας τα λάθη των τελευταίων τριάντα χρόνων. Το ανοίγει για να φυσήξει ο βοριάς και να διαγραφούν στο καθαρό φως τα σημάδια.

Γιατί, σημάδι είναι η αχειροποίητη αρχιτεκτονική, σημάδια είναι τα λαζαράκια, σημάδι είναι το κρώξιμο της σαμπούνας, το πορτοκαλί των καϊκιών, τα ξερικά χωράφια, η οξύτητα του σαβόρε, το δάκρυ της μαστίχας, οι σχισμές των βράχων, τα αρχαία μάρμαρα.

Σημάδια όμως είναι και οι παρεχόμενες υπηρεσίες, η φιλοξενία, ο σεβασμός στην ετερότητα. Σημάδια είναι , όπως και κείνος αναφέρει, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οι ομάδες πρωτοβουλίας, η αναβίωση των πανηγυριών, η έκρηξη των εκδόσεων που καταγράφουν ιστορίες, τραγούδια, διαλέκτους.

Σημάδια είναι τα ίδια τα νέα παιδιά που παράλληλα με την απέραντη πληροφορία του διαδίκτου γυρνούν το κεφάλι και προς τους τόπους τους για να επενδύσουν όχι μόνο σε ρουμς του λετ με πεντάστερο μπρέκφαστ, αλλά και σε μπαλαριστά τσακίσματα, σε ήχους, σε μονοπάτια, σε μυρωδιές.

Έμένα πάντως ως νησιώτισσα, αυτό το βιβλίο μ’ έκανε να νιώσω πιο ανάλαφρη. Αποτυπώνει την ομορφιά της αόρατης ύλης του σώματος του Αρχιπελάγους, με Εικόνα , με πλούσιο φωτογραφικό υλικό δηλαδή, αλλά και με Λόγο, με κείμενα ερευνητικά, αγαπητικά προς τους τόπους, τους ανθρώπους και την ιστορία τους. Διακρίνει την ομοούσια αλλά και διαφορετική ύλη των νησιών. Αυτήν ακριβώς που είναι δηλαδή.
Γι αυτό εκτιμώ απεριόριστα, τους ανθρώπους που υπηρετούν τις εμμονές τους. Γιατί πιστεύω στις προσωπικές ματιές. Συμμερίζομαι όσους καίνε τις φτέρνες τους στους δρόμους της γειτονιάς τους και παλεύουν για μια καλύτερη προοπτική. Ο Γιώργος Πίττας, με υποκειμενική εμμονή αλλά χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος έφτιαξε ένα βιβλίο για τη μεγάλη γειτονιά του Αιγαίου με σύγχρονη ματιά, με παρόντα λόγο και δυναμική προς το αύριο.

Labels: ,

Saturday, October 06, 2007

ροδόσταμο να γίνουνε

Μεσ' του Αιγαίου
πρόβαλε να 'ρθεις
μεσ' του Αιγαίου, Αιγαίου τα νησιά

Μεσ' του Αιγαίου τα νησιά
αγγέλοι φτερουγίζουν

Και μέσα στο ( )

και μέσα στο φτερούγισμα
και μέσα στο φτερούγισμα
τριαντάφυλλα σκορπίζουν


Αιγαίο μου γα...
βοήθα Παναγιά μου
Αιγαίο μου γαλήνεψε
Αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου
Να 'ρθούνε τα ξε...

πρόβαλλε να δεις
να 'ρθουνε τα ξενάκια σου
Να 'ρθουνε τα ξε...
να 'ρθουνε τα ξενάκια σου
στα ποθητά νησιά σου

ροδόσταμο να ...
ροδόσταμο να γίνουνε
ροδόσταμο να γίνουνε
Αιγαίο τα νερά σου.
Να χαρές, να πανηγύρια στη Μύκονο!
Απόψε στις 20.30, στο Ματογιάννι (ΔΕΠΠΑΜ), γίνεται παρουσίαση του βιβλίου "Σημάδια του Αιγαίου"(εκδόσεις Ποταμός) του Γιώργου Πίττα.
Ομιλητές:
Λευτέρης Παπαδόπουλος,
Αδαμάντιος Πεπελάσης,
Μπήλιω Τσουκαλά,
Είπα πως είναι μια καλή αφορμή για ένα τραγουδάκι...
κι αν είναι και με τη θαυμάσια φωνή της Μαρίας Κουκά τραγουδισμένο... ας πάει και το παλιάμπελο!

Labels: ,

Thursday, September 13, 2007

Ένας ξεχωριστός Έλληνας

Θα διαβάσετε τα παρακάτω λόγια και θα μου πείτε:
Ε, τι; Ένας εκδότης μιλά για έναν συνεργάτη του συγγραφέα.
Αμ δε.

Θέλω να πω δεν είναι απλά έτσι, γιατί ο Παναγιώτης συμβαίνει να είναι αυτό ακριβώς που σημειώνει στο τέλος ο εκδότης του: ένας ξεχωριστός Έλληνας.
Και σαν τέτοιος βέβαια δεν συμμετέχει σε κανένα ψηφοδέλτιο, ούτε σ' αυτές, ούτε στις επόμενες εκλογές. Το κόμμα εξάλλου των ξεχωριστών Ελλήνων -όχι των φωνασκούντων Ελληναράδων- αλλά εκείνων που σκάβουν το πρόσωπο της Ελλάδας αναδεικνύοντας τις πολύτιμες ρυτίδες του πολιτισμού της, είναι το κόμμα της καρδιάς μας κι εκεί παραμένει με όλες του τις μονήρεις Διοικούσες Επιτροπές του και τις εξαγγελίες.

Ο λόγος για τον Παναγιώτη Κουσαθανά που επιμελήθηκε τα Παραμύθια της Μυκόνου, του Λουδοβίκου Ρουσέλ που μόλις κυκλοφόρησαν. Το μικρόφωνο πριν λίγες μέρες-σε μια σπάνια εξομολόγηση- στον εκδότη του, τον Μανώλη Βελιτζανίδη:

"Με μεγάλη χαρά βρίσκομαι απόψε μαζί σας, εδώ στην πολύβουη και πάνφωτη Μύκονο. Χαρά οφειλόμενη στο γεγονός πως εδώ συναντώ πολύ προσφιλή κι αγαπητά μου πρόσωπα.
Από τον Δημήτρη Ρουσουνέλο, φίλο από τα μαθητικά μας και αιτία που η Ίνδικτος σιγά-σιγά φιλοξενεί στον κατάλογό της, αρκετούς τίτλους σχετικούς με την Μύκονο, μέχρι τον Παναγιώτη Κουσαθανά, πηγή αστήρευτη των περισσότερων από αυτούς τους τίτλους.
Τελευταίο απόκτημα της Ινδίκτου, τα Παραμύθια της Μυκόνου, του Λουδοβίκου Ρουσέλ, που απόψε μας συγκέντρωσαν όλους εδώ και οδήγησαν εμένα επίσης εδώ, σ’ αυτήν την δυσχερή για εκδότη θέση.
Σπεύδω να εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ.
Η ζωή του εκδότη είναι μονήρης, μοναχική, απαιτεί καθημερινό σκύψιμο στα κείμενα. Κείμενα όμως γραμμένα από άλλους. Οφείλει, γι’ αυτό, να παραιτηθεί από όποια φιλοδοξία προσωπικής συγγραφής και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία των κειμένων των συγγραφέων του. Έτσι λοιπόν δεν είναι εύκολο για μένα να γράφω και να μιλώ. Έχω εθεισθεί να γράφω και να μιλώ με τα κείμενα και τις φωνές των συγγραφέων μου.
Απόψε όμως είναι στιγμή ξεχωριστή! Καλούμαι να μιλήσω για έναν εκ των ολίγων. Τον Παναγιώτη Κουσαθανά.
Δράττομαι του προνομίου που μου χαρίζεται καθώς έχω αρκετά που θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Κυρίως όμως είναι μοναδική η ευκαιρία να πω στον Παναγιώτη όσα καιρόν τώρα του οφείλω.
Η περίπτωση του Παναγιώτη όπως είπα και πριν είναι από τις λίγες. Συνεπής, ακούραστος, αφοσιωμένος πνευματικός εργάτης καλλιεργεί με τον επίπονο και καθημερινό του μόχθο τα στρέμματα που του αναλογούν στα ελληνικά γράμματα, αναδεικνύοντας όλο και περισσότερο, τον πλούτο, την παράδοση, την ιστορία, την αλήθεια του τόπου του. Της Μυκόνου!
Μέσα από αυτήν την καθημερινή προσπάθεια προβάλει φωτεινή και αγέρωχη η ψυχή του συγγραφέα, η ψυχή της γης που τόσο αγαπά. Γράφει ο ίδιος στην εισαγωγή των παραμυθιών:
«Δεν θα σταματήσω ενόσω ζω, να χρησιμοποιώ το μόνο όπλο που διαθέτω, τον λόγο, για να φωνάζω το παράπονο και δίκιο του τόπου που αγάπησα όσο τίποτα στη ζωή.»
Στην δουλειά του, αυτός ο καλός και ευγενής άνθρωπος, δεν χαρίζεται κανενός! Εγώ γνωρίζω καλά πως μέχρι το τέλος διεκδικεί το μέγιστο, κοιτάζοντας όσο κανείς άλλος κάθε τυπογραφικό δοκίμιο, φτάνοντας τις αντοχές του εκδότη του στα όριά τους.
Δεν παραπονούμαι, γνωρίζω εξάλλου πως τούτη ακριβώς είναι η δουλειά μου. Κι αν ο καλός Θεός μου έστειλε έναν από τους λίγους, οφείλω να τον υπηρετήσω υπακούοντας σ’ αυτόν.
Έτσι σιγά-σιγά μού χαρίζεται κι εμένα μέρος της αιωνιότητας. Γιατί, για όσους παλεύουν στα γράμματα, με όποιον τρόπο και να διαλέγουν να το κάνουν, τούτη και μόνον τούτη, είναι η ανταμοιβή. Ο Παναγιώτης το ξέρει αυτό πολύ καλά. Οι φωνές, τα ματαιόδοξα φώτα της εποχής μας, που κατέκλυσαν πια κι αυτόν τον χώρο των γραμμάτων, δεν τον απασχολούν.
Κλεισμένος στο ερημητήριό του, παραδίδει την μία μετά την άλλη, εργασίες που κλείνουν μέσα τους αιώνες ιστορίας και παραδόσεων ενός τόπου από τους πιο όμορφους, τους πιο προικισμένους.
Διασώζει έτσι, μεταφέροντας στις επόμενες γενιές, τα πρόσωπα όλων μας χαρίζοντας και στην δικιά μας ζωή νόημα. Κι αν κάποιος πει ή σκεφθεί πως τούτη η εμμονή του Παναγιώτη Κουσαθανά με τον τόπο του τον κλείνει και τον περιορίζει ως πνευματικό άνθρωπο, δεν μπορεί, ειλικρινά το λέω, να υπάρχει μεγαλύτερη αστοχία. Αντιθέτως όσο περισσότερο Μυκονιάτης, τόσο περισσότερο καθολικός, τόσο περισσότερο αληθινός, και γι’ αυτό περισσότερο συγγραφέας του κόσμου όλου.
Γι’ αυτό κι ο Παναγιώτης ανήκει σ’ αυτήν την μικρή κατηγορία των Ελλήνων που σιωπηλά, με προσήλωση και χωρίς αναμονές, ασκούν την ευθύνη τους όσο καλύτερα και τιμιότερα μπορούν. Αυτό και μόνον αυτό.
Φανταστείτε τον τόπο μας, πως θάταν αν όλοι μας γινόμασταν μιμητές αυτού του τρόπου. Αν όλοι μας ασκούσαμε την ευθύνη μας όσο καλύτερα και τιμιότερα το μπορούσαμε.
Κατανοώ πως ζητώ το δύσκολο, το αδύνατο. Γι’ αυτό και σ’ αυτήν την μάχη, την μάχη διασώσεως αυτής της Άλλης Μυκόνου, ο καλός μου φίλος Παναγιώτης θα συνεχίσει μόνος αυτός με λίγους συντρόφους πλάι του.
Κατανοώ επίσης πως ίσως άλλα περιμένατε να ακούσετε από μένα. Μα όπως και ξεκινώντας σας ομολόγησα, δεν είμαι ικανός στα πολλά λόγια. Σκοπός μοναδικός των λόγων μου τούτων είναι να τιμήσω έναν μοναδικό άνθρωπο, έναν ξεχωριστό έλληνα".

Labels: ,

Monday, September 03, 2007

Δείξτε κατανόηση

Αν πρέπει να ξεχωρήσω ένα βιβλίο απ' όσα διάβασα το καλοκαίρι που πέρασε, χωρίς δυσκολία θα έλεγα τα "Σημάδια του Αιγαίου" του Γιώργου Πίττα από τις εκδόσεις Ποταμός.

Τον αισθάνομαι χρόνια συνοδοιπόρο μακρυνών αποστάσεων. Κάβο τον κάβο, νησί το νησί, πλαγιά την πλαγιά, λιμανάκι, εκκλησιά, πανηγύρι...
Τελευταία τον γνώρισα καλύτερα και επειδή αυτούς που αγαπάω μ' αρέσει να τους ...δοκιμάζω στα βαθειά, τον έσπρωξα (όχι μόνος αλήθεια κι όχι άθελά του) στα άπατα του διαδικτύου.

"Αγαπητοί σύντροφοι του διαδικτύου, δείξτε κατανόηση...", είναι ένας άνθρωπος, που κάνει copy με το μάτι, paste με το μολυβάκι, σε απίθανα χοντρά και καλοδεμένα μπλοκάκια κι έναν ντρουβά στην πλάτη (θαρρείς από προβιά) που μοιάζει με σαμπούνα. Μέσα έχει τα σύνεργά του: μολύβι, μπλοκ, φωτογραφική μηχανή. Αν εκεί μέσα, από σήμερα κιόλας, βρει τόπο να τοπώσει κι ένα laptop, don't blame me. It's Louisa's responsibility.
Εδώ κλικ για τα πειστήρια

Labels: ,

Monday, August 06, 2007

Απέραντο της ποίησης θέρος!

Περισσότερη ποίηση εντός!
Καλή ποίηση και τιμές ...συζητήσιμες.

Το βιβλιοπωλείο της κεντρικής οδού στην Αντίπαρο είναι μια απολαυστική γωνιά.
Έχει για όλους πράμα στα ράφια και στους πάγκους.

Ψωνίζεις θες δε θες.
Ή μήπως θα 'πρεπε να πω ...θερίζεις, ...τρυγάς...


ΚΖ΄

Ομολογιέται κι έχω ακούσει

πως όποιος θέλει να πει

στο βασανιστή του την αλήθεια

πρέπει να 'χει τ' άλογό του σελωμένο.


Ομολογιέται κι έχω ακούσει

πως όποιος οδηγεί σωστά

τη λογική του αγέλη στο χαρτί

βγάνει κάτι σαν φως.


Κι είμαι της πίστης

πως άμα ένα λογικό κοπάδι

βγάλει φως

και να πάει σφαχτό

το φως ταξιδεύει για πάντα.


Να τρέξω κοντά στη λογική μου αγέλη

ακούω βελάζει

στο έμπα αυτού του κεφαλαίου.

Να πω στο βασανιστή μου την αλήθεια

(με τέτοιο σελωμένο άλογο που έχω).

Να πάω σφαχτός.


Κεφάλαιο 27, έκτο φυλλάδιο, Παγγαία μέρος πρώτο, από την ποιητική συλλογή "Σύσσημον ή τα Κεφάλαια" του Νίκου Παναγιωτόπουλου, που μας ξαναβάζει στο δρόμο της ποίησης, με το θέρος μιας εικοσάχρονης σποράς, μ' αυτή την πρώτη του ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Ίνδικτος.
Σημείωση: Δεν θέλω να προσθέσω τίποτ' άλλο για το βιβλίο, πλην όμως, όποιος του ρίξει μια ματιά θα νοιώσει πως υπάρχει λόγος σοβαρός για να συμφωνήσουμε πως μια τέτοια ποίηση "σημαίνει το ίδιο για σένα και για μένα". Είναι και γι αυτό, ένα βιβλίο σημαντικό.

Labels:

Wednesday, May 09, 2007

Εντός πωλούνται εκλεκτής φύσεως ψιλικά


Γνώρισα την Κωνσταντίνα Δελημήτρου πριν από ένα μήνα ακριβώς.

Δεν μπορώ να πω πως ήταν μια τυχαία συνάντηση. Μέρες μπαινόβγαινα στα τρία στέκια του νησιού που ήξερα πως πιθανόν να συχνάζει: το βιβλιοπωλείο της Πόλας Αποστόλου, τον Ελευθερουδάκη, το Πρακτορείο Τύπου.
Ήξερα πως κάποια στιγμή θα έρθει.

Τελικά τη βρήκα στο ράφι της Πόλας κι εκείνες τις μέρες την κουβαλούσα μαζί μου στο μαγαζί, στο σπίτι, στο καφενείο του Γιαλού με καφεδάκι σε στιγμές χαλάρωσης. Όμως η Δελημήτρου δεν σ' αφήνει να χαλαρώσεις. Οχυρωμένη πίσω από τον πάγκο του ψιλικατζίδικου στήνει περίτεχνα το δόκανο της ιστορίας της, τρέχοντας δυο παράλληλες ιστορίες. Τη μια της μπλόγκερ με την καθ-eμερινότητά της όπως την γνωρίσαμε. Την άλλη, την εντελώς προσωπική της, που μας απευθύνεται χαρίζοντάς μας εξαιρετικές στιγμές μιας γνήσιας γραφής. Είχα την αίσθηση διαβάζοντάς την πως δεν ήτανε μόνο το αίμα της που έβαφε την πένα, ήταν και το σπέρμα της αποκαλυπτικής γραφής της που γρήγορα θα μας δώσει καινούργια γεννήματα.

Να της ευχηθώ λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου καλή συνέχεια και να της χαρίσω μια ζωγραφιά της Μάρως κι ας είναι αυτός ο τρόπος μου να συμμετάσχω ψυχή τουλάχιστον και πνεύματι στην εκδήλωση που οργανώνεται προς τιμήν της στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου (απόψε Τετάρτη 9 του Μάη, στις 7 το απόγευμα)

Για το βιβλίο βέβαια έχουν γραφτεί πολλά.
Ξεχωρίζω ένα κείμενο που πιστεύω ότι άξιζε να γραφτεί για την Κωνσταντίνα Δελημήτρου και που πολύ θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ!

Labels: ,

Saturday, January 06, 2007

Λάθε βρώσας!

Το κοκορέτσι στον «Τηγανέλο» στα Καμίνια…
Οι καλόγνωμες στα «5φ» στη Χαλκίδα…
Οι φυσαλίδες του prosecco στο «Bacaro»...
Η αποκαθήλωση των φωτογραφιών της Αλλονήσου στο «Δελφοί». Τριάντα χρόνια πάντα η ίδια παραγγελία: μακαρόνια φρέσκο βούτυρο παρμεζάνα, πιλάφι μιλανέζα…
Το εκμέκ με κρέμα καϊμάκι του Gulluoglou…
Το χύμα Αγιωργήτικο του Οινότυπου…
Το ψητό της Θάλειας, οι κουραμπιέδες της μαμάς της…
Η χάρη του Αντώνη, στο κόψιμο της λούζας…
Τα ντολμαδάκια, ένας κόκκος αλάτι και μια σταγόνα λάδι στο Αλάτσι…
Το ριζότο με άγρια μανιτάρια κι αρωματικά χόρτα στο σπίτι της Σίσσης…
Το τριανταεπτά χρόνια αναλλοίωτο στη γεύση κεμπάπ του «Θανάση»…
Το σουτζούκι στο «Μετά Χαράς» μουσικό μεζεδοπωλείον στη Νίκαια…
Ο κακουλές του «Ελιξίριον»…
Το αρνάκι φρικασέ της Πάολας, η παστουρμαδόπιτα…
Ο Καραμπέτ Μπατανιάν του οποίου γίγνονται παίδες δύο: Αράμ και Κασπάρ, στης Καλλιθέας την εκμαυλιστική ανατολίτικη Αγορά…
-
Οι περασμένες …γεύσεις πίσω μένουν, μια ομορφιά που σηματοδοτεί μέρες γιορτής.
Συνεχίζουμε και φέτος στα βήματα που ήδη πατήσαμε αργά πλην σταθερά επί ένα εξάμηνο στο 2006, με φαγάκια λυτρωτικά και σπονδές για την ευζωία και το μέτρο, φορές ξεφεύγοντας, φορές με πάθος, αλλά πάντα στο πλαίσιο που ορίζουν η εμπειρία και το ψάξιμο ενός αγαπημένου αντικειμένου, ψήνοντας στα κάρβουνα λέξεις σκέψεις, βιβλία και μαγειρικές και γεύσεις.
Βιβλία!
«Και δεν μπορώ να μη συνδέσω τις επιθυμίες για δόξες και τιμές με τη νεόπλουτη έκφανση της γκλαμουριάς που εν μέρει χαρακτηρίζει τη γαστρονομία στην εποχή μας. Ένα απομεινάρι από την εποχή του Τριμαλχίωνα, το οποίο ανθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας. Αυτή τη γαστρονομία της βαβούρας, του κλαμπ-ρέστοραν, της μπιτάτης μουσικής, του δηθενισμού, του στρας, του φιλέτου σος ντε και καλά ντε Παρί συνοδεία μολτ από την Ιαπωνία, αυτή τη γαστρονομία της επίδειξης, της υπερβολής, της αμετροέπειας, της μόδας και της ματαιοδοξίας δεν την ήθελε ούτε ο παλιός αυθεντικός Επίκουρος ούτε ο νέος ψευδώνυμος. Διότι ούτε φυσική είναι ούτε αναγκαία. Η καλώς εννοούμενη γαστρονομία όμως, αυτή του επικούρειου μέτρου και της σύνεσης, η οποία αποσκοπεί στον γαστρονομικό στοχασμό, στο συγκερασμό των αισθήσεων, στο ραφινάρισμα των ηδονών, στην υπαινικτική αφαίρεση και στην εναρμόνιση νου και σώματος, στοιχείο σημαντικό για την ολιστική φιλοσοφία του Επίκουρου, είναι και φυσική και αναγκαία. Αν ο Επίκουρος ζούσε σήμερα και δοκίμαζε την αναβίωση της νεόπλουτης και πληθωρικής γαστρονομίας, θα συμβούλευε, μαζί με το «Λάθε βιώσας», και το «Λάθε βρώσας», δηλαδή να τρως ήσυχα και με σοφία, δίχως υπερβολές και ματαιοδοξία».

Τάδε έφη ο σύγχρονος Επίκουρος στο εστιατόριο «Σελήνη» της Σαντορίνης. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό φιλοσοφίας “Cogito” εκδ. Νεφέλη και σήμερα αποτελεί το πρώτο κείμενο του βιβλίου του Επίκουρου: «Κριτική του γευστικού λόγου» (Δοκίμια πάνω στη φιλοσοφία, τέχνη και κουλτούρα του φαγητού) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος.
Το απόσπασμα δεν είναι θέμα αν μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους ή όχι. Δίνει όμως την αίσθηση και συμπυκνώνει όμορφα όλα αυτά που θα ήθελα σήμερα να πω, ενώ τελειώνει σε λίγες ώρες το δεκαήμερό μας στην πρωτεύουσα.
Πέφτω με τα μούτρα στη μελέτη κι εν ευθέτω χρόνω …η συνέχεια επί της οθόνης. Τυχαίνει να είναι ένας από τους τέσσερις αρχαιώνυμους της ελληνικής γαστρονομίας που όχι τυχαία μ αρέσει να διαβάζω:
Δειπνοσοφιστής, Επίκουρος, Αθήναιος, Απίκιος.
-
Λάθε βρώσας λοιπόν και το πνεύμα εν είδει περιστεράς ας βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές!


Υ.Σ. (Βράδυ αργά)

Home sweet home!

Στο τραπέζι ένα πιάτο σφιχτοί λαχανοντολμάδες (λάχανο κρατσανιστό στο δάγκωμα, κιμάς χοντροκομμένος χοιρινός) κι ακόμα ένα με γαλακτομπουρεκάκια τυλιχτά σαν σαρμαδάκια και μια πιατέλα μανταρίνια κι ένα σημείωμα:

"Στο ψυγήο σας έχω ένα ταψάκι παστήτσιο άψητο και ραδίκια του φρυ'άνου. Καλή Χρονιά! Φιλιά στα παιδιά και καλή τους φώτιση".

Α! ρε μάνα... κείνο το πλαστικό ποτηράκι με το διάφανο υγρό και το κλωναράκι βασιλικό δεν ήταν τελικά Mohito ε;

Labels:

Monday, December 18, 2006

Η γαστριμαργία του Σουέλ της Καρυστιάνη

. . . . . . .... . . . «…για μένα ο τόπος μου είναι μια ζουμερή ντομάτα
..................... ............ ...κομμένη στα τέσσερα με χοντρό αλάτι»

Η μαγειρική στο βαπόρι είναι μια μαγειρική ειδικών συνθηκών. Ιδιαίτερα στα μεγάλα ταξίδια οι προετοιμασίες, οι προμήθειες, ο προγραμματισμός του μενού πρέπει να έχουν την τάξη τους. Με το «Σουέλ», το μυθιστόρημα που μαγείρεψε η Καρυστιάνη, μάθαμε πως υπάρχουν κι άλλοι λόγοι που θα ανατρέψουν τη μαγειρική ροή των πραγμάτων.
υδατογραφία Οδυσσέα Ελύτη, "Ιδιωτική Οδός"
Αρκεί να διακονεύει στην κουζίνα –σ’ αυτά τα αντρικά ποντοπόρα μοναστήρια- κάποιος που αγαπά τη δουλειά του και τους ανθρώπους γύρω του. Όπως «…αυτός με τα μεγάλα ανοιξιάτικα σαν δροσερά αμπελόφυλλα μάτια, ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, ο πενηνταπεντάρης μάγειρας», ψυχοθεραπευτής και σαμάνος,που ήξερε να ‘μερεύει, να μαλακώνει, να γλυκαίνει τους ανθρώπους:

«Είδα το μάτι τους μαύρο, ολωνών, και των γαλανομάτηδων του πληρώματος, τους έφτιαξα μια κατάσταση με λουκάνικα από το χωριά μου και στο δεύτερο ποτήρι ξαναγυρίσανε στο φυσικό τους. Τώρα αγάλλονται… Και τους μεμονωμένους κακόκεφους, και ένα και δύο και τρία κρούσματα ημερησίως οπωσδήποτε, είχε τον τρόπο του να γλυκαίνει. Ένα ζαχαροκούλουρο κι ένα ψητό μήλο… κι είχε πετύχει το στόχο του».
Ο καθένας όταν μαγειρεύει έχει τα μέτρα του, τον τρόπο του δηλαδή να μετρά τις ποσότητες και τον χρόνο. Ο Γεράσιμος έχει τον δικό του, ακόμα και για τα απλά πλην λεπτά στον χειρισμό τους θέματα, όπως «το καϊσάτο αβγό του καπετάνιου»:
«…βράζεις το νερό, ρίχνεις το αβγό, λες το Πάτερ ημών και οκέι».
Τόσο απλά, τόσο στα μέτρα του φερμένο…
Είκοσι πέντε χρόνια με τον καπετάνιο, αχώριστοι, χωρίς εκατέρωθεν απιστίες, ένα δίδυμο αμοιβαίας εμπιστοσύνης:
«Με τον καπτα-Μήτσο ένιωθε και ασφαλής και αξιοπρεπής, ελεύθερος να ασκεί σοβαρά το επάγγελμα του μάγειρα, δημιουργού θαλπωρής μ’ ένα πιάτο καλό φαΐ. Κι όπως δε δίσταζε να φλομώνει άντρες με συνταγές, έσπασε τα γλωσσικά σχήματα της κουζίνας, στιφάδο-κόλαση και πιλάφι-παράδεισος, για να κατατροπώσει στον τομέα κατσαρόλα μια γυναίκα, που όμως δεν τον παρακολουθούσε πια…»

Κι όταν σε ώρα Αναστάσιμη έρχεται η σταύρωση των ηλεκτρολόγων λόγω που χάλασαν η μια μετά την άλλη οι δυο ηλεκτρομηχανές:
«…βάλανε μπροστά την emergency, το φως λιγοστό…τα τσουρέκια πρόλαβαν και αποψήθηκαν, η μαγειρίτσα ματαιώθηκε», στη θέση της «ένα φαστ φουντ αναστάσιμο δείπνο, μακαρόνια με κιμά». Ευτυχώς για την επομένη είχε βάψει «τρεις καρτέλες κόκκινα αβγά, τα είχε γυαλίσει μ’ ένα λαδωμένο πανάκι», «…τα απαστράπτοντα και ανυπόμονα ταψιά» για το γαλακτομπούρεκο δεν θα χρησίμευαν, «οι ετοιμοπόλεμες σούβλες του» όμως μέρα Πάσχα στο σκεπό της πλώρης καθώς το ATHOS-III ταξίδευε πια με την όπισθεν, θα δέχονταν το δίχως άλλο τα δυο αρνιά πλυμένα με κρασί…να ξεμυρίσει το κρέας από τα κατρουλιά για το «πασχαλινό γκαλά του Σιακαντάρη, η ξεροψημένη πέτσα καταβροχθίστηκε με λαιμαργία» πλην όμως βουβά, δίχως κασέτα με Χριστός Ανέστη και κλαρίνα, με δίχως ευχές κι άλλα τέτοια συνηθισμένα άλλων χρόνων.
Άλλες φορές το ίδιο κόλπο με το λούσιμο τ’ αρνιού στο κρασί, θεόσταλτο δώρο του Αγίου Ευφροσύνου, και το χάιδεμα του κορμιού του μ’ ένα ματσάκι από ρίγανες έκανε το πλήρωμα να φιλά τον μάγειρα που ήξερε κι άλλα τέτοια κόλπα: «έκανε χωρίστρες στις μακαρονάδες, κεντούσε παστιτσάδες, έχτιζε μπούτια στο αλάτι». Τέτοια συναδελφική αλληλεγγύη με τον Άγιο προστάτη των μαγείρων απολάμβανε, τέτοια με τη σειρά του μοιράζονταν και με το πλήρωμα.

Κι έναντι τρίτων, σε ώρες ελέγχου από τοπικές επιτροπές του Λιμενικού, είχε τον δικό του τρόπο να εκμαυλίσει και να τουμπάρει:
«Ο μάγειρας τους μαστούρωσε με πικάντικα σμυρναίικα σουτζουκάκια και κατ’ εντολήν του Αυγουστή τους αποτελείωσε με δυο κούτες Marlboro, δυο φιάλες ούζο και δυο Metaxa για τον καθένα…»

Ο Γεράσιμος είχε μέσα του μια τάξη που του ‘βγαινε σε ποταμό από τσιτάτα. Ένα κάθε τόσο μας χαρίζει:
«…για να σχηματίσει κανείς ωραίες εντυπώσεις για τη ζωή πρέπει να βλέπει συχνά αμπέλια»,
«…ραντεβού χωρίς φιλί ίσον βασιλόπιτα χωρίς φλουρί»
«…τα μικρά είναι σα σουσαμάκια στις τραμπάλες και στις κούνιες»,
άλλοτε πάλι ομολογεί:
…το βαπόρι του «έσερνε στις θάλασσες …διπλή μερίδα Ελλάδα, στη γεύση γαργαλιστική, στο στομάχι οβίδα»
κι άλλοτε συγκρίνει:
«…το γυναικείο φιλί με το δροσιστικό παγωτίνι, τα απαλά γόνατα με αφράτα μπριος, έναν τουρλωτό αφαλό με φουσκάλα στο τσουρέκι… δυο μαύρες ελιές, ζευγάρι μαύρα γυναικεία μάτια ή ορεκτικές ρώγες στήθους»
ή βάζει πλάτη να σπάσει τον πάγο και την αμηχανία σε δυσκολίες ΙΧ του καπετάνιου και της καπετάνισσας με ιστορίες για «μούρλια μπαρμπουνάκια που τηγανίζονται σε κατσικίσιο βούτυρο και το σουτζούκ λουκούμ μήκους πέντε μέτρων που έφτιαξε πρόπερσι στη γιορτή του καπετάνιου».
Ώρες τραπεζαρίας, ώρες χαλάρωσης, «σαχλαμαρίτσες για …κερατλίκια, για πούτσους υδράργυρους, […και στο μενού] σαν ορντέβρ ένα ανέκδοτο για τα κόκκινα καβούρια με τις μαύρες δαγκάνες της ωραίας Τασμανίας, για πρώτο την Παταγονία, όπου τα βασιλικά καβούρια αβέρτα, και για κυρίως πιάτο το ρέκβιεμ για ένα καβούρι θηρίο εφτά κιλών, πριν από δέκα χρόνια στην Αλάσκα, που για να το ανοίξουν φέρανε στο τραπέζι σφυρί και βαριοπούλα». Κι άλλοτε ιστορίες «…ζαχαροπλαστικής γλύκας, πώς έριξε κάποτε μια Χιλιάνα με τους δυο ζαχαρωμένους χουρμάδες του και πώς τρέλανε μιαν άλλη με την τουλούμπα και τα δυο τουλουμπάκια του».
Και σε ώρες δύσκολες όπου λίγα τα λόγια του καπετάνιου, περισσότερα όμως απ’ τα συνήθη:
«Ο Μήτσος Αυγουστής είχε κατέβει εξημέρωτα στην κουζίνα, ο παραμάγειρας έβραζε αβγά και μοίραζε βούτυρα και μαρμελάδες σε πιάτα για τα πρωινά του πληρώματος και ο μάγειρας έγδερνε έναν ξεπαγωμένο μπλε ξιφία και αγόρευε για το γαβράκι πολυτελείας, τις σαρδέλες λουξ και τις φρίσσες, τα μουσικά ψάρια που ψαρεύονται άνοιξη στο Αιγαίο.
Αμέσως μπήκε μπρίκι, προηγήθηκε η κουταλιά της τεκίλας για τους ρευματισμούς και μετά, το καφεδάκι, το παξιμαδάκι, η φέτα, λύσανε τη γλώσσα του καπετάνιου για δυο φράσεις και πέντε λέξεις σύνολο, η φιδοφωλιά του Πειραιά με καλεί και Αυγουστής τέλος».

Ως και την ώρα του αποχαιρετισμού, την πιο δύσκολη απ’ όλες, πάλι τα λόγια μετρημένα και ούτε μια μπουκιά:
«…καταγινόταν με την αγωνία των ακριβών υλικών του. Αυστραλέζικα στρείδια και μεγάλες γαρίδες για πρώτο, μπαραμάντι στον ατμό και ψητά μανητάρια για κυρίως πιάτο, μια αριστοκρατική επιλογή πληρωμένη από την τσέπη του σεφ για χάρη του μεγάλου αριστοκράτη, που από τη συγκίνησή του δεν έβαλε στο στόμα μπουκιά».
Κάποτε ήρθε η ώρα που σώπασε, κατέρρευσε θαρρείς το σωσίβιο παραβάν του, αυτό που τον κρατούσε όρθιο μπροστά στις φωτιές του. Μακριά από αυτές πια και μακριά απ’ την έγνοια του πληρώματος, μόνος από δω και μπρος, αληθινά μόνος:
«Όταν ο ομιλητικός σωπαίνει απότομα, ποτέ δεν είναι για καλό του. Ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, πλάσμα που χαιρόταν ή έστω ανακουφιζόταν να εκθειάζει με τις ώρες τα ευεργετικά αποτελέσματα του καλομαγειρεμένου και καλοσερβιρισμένου φαγητού, είχε στερηθεί μια ολόκληρη μέρα το παντός καιρού και κινδύνου σωσίβιο των κανελογαρύφαλλων και του αβγολέμονου, το παραβάν της δικής του μοναξιάς». Τότε δεν του μένει παρά να μετρά τον κόσμο γύρω με τις δικές του συνήθειες. Στο αεροπλάνο της επιστροφής η αεροσυνοδός… «στο δεξιό καρπό χρυσό αλυσιδάκι με αιωρούμενα σε κρικάκια μικρά κεχριμπαρένια σαλιγκάρια, εφτά τον αριθμό, πλήρης μερίδα».

Η ζωή στα βαπόρια κυλάει με δίχως εξάρσεις. Ακόμα και τα δύσκολα είναι μέρος της καθημερινότητας. Στα λιμάνια μια ευκαιρία να πατήσουνε στεριά, να ψωνίσουν δωράκια για τις Λίτσες και της Φλώρες στην πατρίδα, για τα παιδιά, να δουν τον κόσμο, να μυρίσουν γυναίκα, να γευτούν τις ιδιαίτερες γεύσεις του τόπου:
«…οι λοιποί του πληρώματος με τα έναντι στην τσέπη ξεπόρτισαν κατ’ αρχάς για το περίφημο Kobe-steak μοσχαράκι λουκούμι αναθρεμμένο στο σκοτάδι με μπίρες και μασάζ, ακριβό, μια μερίδα στα τρία, ίσα για μεζέ και κατόπιν βόλτα στα λιγοστά μπαρ που δεν έκλειναν την πόρτα στους ξένους. Η προσδοκία για γυναικεία συντροφιά δεν εκπληρώθηκε, γιατί σερνόταν μια γρίπη που είχε κρεβατώσει τις πουτάνες, ανασκελωμένες στο τσάμπα».
Κάποιες φορές, στα λιμάνια, οι γυναίκες ανεβαίνουν στο βαπόρι κι όμως η τάξη στην …ιερά μονή του Άθως ΙΙΙ δεν διασαλεύεται:
«Η πιο ταλαντούχα στο ψάρεμα, μ’ ένα πανέρι φρέσκα βουτυρόψαρα, αγκίστρωσε και πάλι το μάγειρα, που την πλήρωνε δίκαια για όλους τους πικάντικους μεζέδες στο τραπέζι και στο κρεβάτι…» «Στην καμπίνα του από ώρα ο Αυγουστής, που εκείνο το βράδυ νήστεψε και το ψάρι και τη γυναίκα…».
Ο μάγειρας Σιακαντάρης, που τ’ όνειρό του ήταν μια Μαριάνθη να μοιραστεί μαζί του σπίτι και κρεβάτι και οικογένεια στο χωριό, «δεν αξιώθηκε να κερδίσει δυο γυναικεία αξιοφίλητα χεράκια, να τον περιμένουν στο Κυριάκι, να πιάσουν απαλά μια χούφτα σουρωμένα μακαρόνια από το τρυπητό και να τα ανεμίσουν πανηγυρίζοντας τη σπαγκετάδα του δείπνου».

Ο ναυτικός προσδοκά κι ονειρεύεται καθημερινά μέρες οικογενειακής θαλπωρής, μέρες γλυκιάς ξεκούρασης δίπλα σε πρόσωπα αγαπημένα:
«…να μην τους χωρίζουν τόσα παρατεταγμένα πέλαγα, παρά δυο καφέδες κι ένα πιάτο μουστοκούλουρα».

Αυτός ο κανόνας, που φαίνεται να αφορά όλους έχει και την εξαίρεσή του, αλλιώς τι σόι κανόνας θα ‘τανε; Όλους πλην του Μήτσου Αυγουστή, που πήρε διαζύγιο από τη στεριά και θαρρείς ξεμπάρκαρε, μόνο για να σπέρνει παιδιά, δυο κόρες κι ένα γιο, σε τακτά διαστήματα.
Η Φλώρα, το στεφάνι του, «…κόρη μεγαλομπακάλη, εδώδιμα-αποικιακά Ο Νείλος, (βοηθούσε στις Γιορτές προσθέτοντας και) την αριστοκρατική της νοστιμιά στα αβγοτάραχα και στους λευκούς ταραμάδες» εκεί τη γνώρισε σαν μπήκε μια μέρα να ψωνίσει: «…μερακλίδικα μπινελίκια, εκατόν πενήντα δράμια πολυτέλεια σε εργένικες βεγγέρες» ο ξέμπαρκος Αυγουστής.

Ένας γάμος που τσούλησε σαν μέσα σε σουέλ -το σύνηθες βουβό κύμα των γάμων της ρουτίνας- μασώντας δεκαετίες με το κενό της απουσίας. Τα λίγα περάσματα του Μήτσου από τον Πειραιά δεν φτούρησαν. Ακόμα κι όταν βρίσκονταν μαζί στη στεριά, εκείνος άφηνε το νου του να ταξιδεύει:
«…παρέα με δυο Γάλλους καπετάνιους να γεύονται σ’ ένα ρεστοράν πράσινους αχινούς, λευκά καβούρια και πατέ φώκιας από τον ποταμό Σαν Λόρενς κι ας φώναζε η παλαβωμένη με τα ζώα Μπριζίτ Μπαρντό, ο ωραίος κώλος της γαλλικής ιστορίας». Απόπειρες ευζωίας κατά μόνας αφού και η Φλώρα απ’ τη μεριά της «τραγάνιζε τον αργό καιρό οργώνοντας με το αμάξι Αττικοβοιωτία κι Εύβοια με όποια χωρισμένη ή χήρα έβρισκε πρόθυμη για ούζα, χάζι και θάψιμο του αρσενικού γένους».
Η μεγάλη κόρη «που δεν ήξερε να καθαρίζει φασολάκια» κι έβλεπε στο βίντεο «την πεθερά της να παστρεύει μια λεκάνη τσαουλιά» για να μάθει. Η μικρή «είχε κάνει κώλους, όλο προφιτερόλ και μυθιστόρημα». Κι ο βενιαμίν που «τα μακαρόνια του τα έτρωγε ένα ένα, τα μπιζέλια του καμακωμένα στα δόντια του πιρουνιού δυο δυο, τις φακές του μετρημένες στο κουτάλι τρεις τρεις, προσηλωμένος στην αριθμητική του πιάτου, μικρός μικρός και τυραννισμένος από το κομφούζιο που βάραινε το παιδικό του κεφάλι».
Φωτογραφίες απ’ το σπίτι μια πικρή νότα υπενθύμισης: «όλοι ενωμένοι, αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, στο τραπέζι παραψημένη γαλοπούλα και παραβρασμένο ρύζι δια χειρός Φλώρας(!) και δώστου ν’ αναβλύζουν σαν αναθυμιάσεις οι γλυκανάλατες εξιστορήσεις με συγκρατημένες μπηχτές για τον παπούλη που μας λείπει, […]ενώ οι του σογιού λέγανε από μέσα τους, ποιος ξέρει πού να βρίσκεται και ποιες να ψωλοκοπανάει ο κωλόγερος».
Ήρθε μια μέρα όταν η θάλασσα αποφάσισε να τον επιστρέψει τον Μήτσο στη στεριά που ήταν πια αργά:
«Τα παιδιά του απλώς άκουγαν την ανόητη προσπάθεια των μεγάλων να μην αλληλοφαγωθούν μαζί με το γουρουνόπουλο, να μην αλληλοξεφωνηθούν στο παρφαί και στον εσπρέσο, κι αναρωτιούνταν μέσα τους, και το καθένα χώρια, αν άξιζε τόσος συμβιβασμός».
Και η Φλώρα, σωστό ναυάγιο πλέον, κουφάρι συζύγου:
«…ένοιωσε το στόμα της να ξαναγίνεται γουδί, έτοιμο να γουδοκοπανίσει τη ζωή της και να τους κάνει όλους αλοιφή».
Κουρασμένη κι ανήμπορη να μοιραστεί και το ελάχιστο «….το δείπνο, κάτι ευκολοχώνευτο, μπορεί άσπρο ρύζι και γιαούρτι, αλλά για να μη μαγειρεύει, αφού κάτι την εμπόδιζε να ξαναμπεί στο σχήμα στεφάνι-τσουκάλι, καλύτερα λίγη φέτα και φρούτο».
«…να μην ακούει πια για τις ποντικοουρές των παντζαριών, τις γυάλινες κεραίες των σαλιγκαριών και τα χριστιανικά αγκάθια της αγκινάρας…»
«Το μεσημέρι της επομένης στο τραπέζι με τα μαριδάκια και τα βλήτα μπήκε και τρίτο σερβίτσιο, είχε έρθει ο Αντώνης…» ο γιος σωσίβιο στα δύσκολα… σε στεριά και πέλαγος. Εκείνος έμελλε να δώσει τη λύση βιώνοντας μέσα σε λίγο χρόνο, έστω και με καθυστέρηση το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ήξερε ήδη από τις μέρες αποκάλυψης που βίωσε στο βαπόρι τις εξομολογητικές κουβέντες του πατέρα, που ήρθαν κι έδεσαν με τις διερευνητικές επισκέψεις του στην ίδια την πέτρα του οικογενειακού σκανδάλου, στην Εύα του προαιώνιου όφι:
«Μάσησε δυο φουντούκια, έλαβε δυνάμεις, πήρε φόρα.
-Τα όχι θέλουν ψηλό λαιμό και δεν τον είχα…
Μια σταφίδα, μια ανάσα, άλλη μια σταφίδα και η συνέχεια.
-Μόνο το πράμα της Λίτσας δεν έσταξε πάνω μου ούτε μισή σταγόνα δηλητήριο…»
Η τρελά ερωτευμένη Λίτσα:
«Δεν με κουράζει που δε μιλάς. Μη μιλάς. Καθάριζε εσύ το πορτοκάλι και άσε με ν’ ακούω τη μυρωδιά του».
Η Λίτσα, που «δεν έχει το σθένος να μαγειρέψει το κουνέλι αλλιώς, μόνο στιφάδο», που αγαπάει και υφαίνει προς τούτο στον αργαλειό της ζωής τα νιάτα της. Δεν υπάρχουν μνηστήρες στο βασίλειό της, έχει αυτό που θέλει κι ας μην το ‘χει, αφού το δικό της σουέλ, εκείνο της πικρής πραγματικότητας που βιώνει, την κάνει να αποδέχεται τα πράγματα με ανοιχτή καρδιά και τη σοφία των πραγματικά ερωτευμένων:
«Τα νιάτα τέλειωσαν τα ξεπέρασα. Ό,τι μου λείπει είναι από γηρατειά. Χάνω τα κανονικά όσων γερνούν μαζί. Να παλέψω ν’ αγαπώ τα μάτια του σακουλιασμένα, τα μάγουλά του σαν κρίθινα παξιμάδια».

Περάσανε τα χρόνια, «..τελικά η ζωή τρώγεται μπουκιά μπουκιά», ο Μήτσος αφού ολοκλήρωσε τον άθλο να καπετανεύει στο καράβι μια δεκαετία τώρα με δίχως μάτια, τυφλός ένεκα κεραυνοπληξίας στο Όρος, ούτε να δει «…όλο μαζί μέγεθος μπάμιας, το μενταγιόν στο λαιμό» της, αφού αναστέναξε πολλές φορές μες στο βαπόρι τη θύμησή της κι αφού ομολόγησε: «Λίτσα Τσίχλη και Μικρασιατική Καταστροφή... άδολα μάτια… κορμί δαδί και η ψυχούλα της… μια χούφτα στάρι σπαρμένη σ’ όλο το σπίτι».
Φυλλομετρά τις μέρες της η Λίτσα:
«…παραμονή Αγίου Δημητρίου… δεν έχω να χτενίσω Δήμητρες και γυναίκες Δημήτρηδων μπουκωμένη από τα σουδάκια και εκλεράκια που φέρνανε οι εορτάζουσες….»,
Και κάθε τόσο θα γυρίσει και θα πει τα δικά της:
«…τη μάνα μου τη σκοτώσανε πολύ νέα, γιατί έδωσε στους αντάρτες την κότα μας»,
«…ευλογημένα τα πολλά χέρια, καταραμένα τα πολλά στόματα»,
«…χαρά μου, εσύ, τα μακαρόνια θένε τρεις φέτες ψωμί για να χορτάσεις»,
«Κυριακή πρωί ο καιρός μουντός, ο καφές διπλός».
«Ψήνεστε για γαλακτομπούρεκο;»
το ερώτημα του γιου.
«…σε λίγο καιρό όλα θα κυλούσαν στο αυλάκι του κήπου, των σκορδομακάρονων και των τραγουδιών».
«Τα μπουζούκια και τα γαλακτομπούρεκα αφόπλισαν το Μήτσο, στα δύσκολα οι άνθρωποι γυρεύουν να πιαστούν από κάτι, και από προσχήματα, άλλο τίποτα».
Στις τελευταίες σελίδες, κι όταν επιτέλους βρέθηκε "φιλοξενούμενη" στο σουέλ του ξέμπαρκου καπετάνιου, μέσα στο κουζινάκι της, θα πει με αυτοπεποίθηση:
«και μ’ αρέσει πολύ, πιο πολύ από το καθετί, να βαστώ ένα κουνουπίδι και να βρίσκομαι στο δρόμο για το σπίτι».
Η αιώνια Λίτσα, καθαγιασμένη και ισότιμη στο σουέλ της ζωής, κλείνει με δική της αφήγηση το βιβλίο με μια κουβέντα που δεν κρύβει την αλήθεια της. Σε όλους αρέσει να ξέρουν ότι έρχονται από κάπου, κάπου πηγαίνουν, κάτι κρατούν και κάποιον θέλουν για να το μοιραστούν. Τυχεροί όσοι γνωρίζουν αυτά τα ελάχιστα σημεία του ορίζοντά τους. Ακόμα τυχερότεροι, όσοι στη ζωή τους μπόρεσαν να διαρρήξουν αυτούς τους ορίζοντες. Ταξιδευτές που δεν ξέρουν, ούτε πού πάνε κι ούτε από πού έρχονται. Που χάρηκαν το ταξίδι, γεύτηκαν συγκλαδοκορμόριζα το σουέλ τους, συχνά πικρό κι άλλοτε γλυκό, ξινό, στυφό ή αλμυρό, με όλη την «αμαρτία» ν’ αγαπάς, ν’ αγαπιέσαι και να το χαίρεσαι.


Σημείωση: Σκόρπια τα υλικά της συνταγής, η συρραφή αυθαίρετη κι αν το πιάτο που σερβίρεται είναι απολαυστικό, είναι από την ποιότητα και την ποικιλία του σουέλ των χαρακτήρων: του καπετάνιου, της Φλώρας, του γιου, του Σιακαντάρη και της Λίτσας. Όλοι στο Σουέλ "τα έχουν κάνει θάλασσα". Γι αυτό και δεν είναι τυχαίο που σε μια θάλασσα τριακοσίων σελίδων -την πιο καλοτάξιδη απ’ όλες της Καρυστιάνη- ο βουβός πόνος της μοναξιάς του καθενός, πλέει σαν θαλασσόξυλο με «δίχως θέληση για στεριά», σπρωγμένος θαρείς από το αντιμάμαλο ολοένα και πιο αρόδου.

Labels:

Sunday, October 01, 2006

λογισμός ερρώμενος, συνειδός κεκαθαρμένον

Έχω τρεις καλογερικές μαγειρικές στη βιβλιοθήκη μου. Ποτέ μου δεν αναρωτήθηκα γιατί τις αγόρασα. Άλλη λίγο, άλλη πολύ, μου έδωσαν αυτό που περιμένω πάντα από ένα βιβλίο μαγειρικής. Τη χαρά να διαβάζω για το αντικείμενο που αγαπώ. Ένα βιβλίο μαγειρικής, ακόμα και καλογερικής γράφεται συνήθως από άνθρωπο που αγαπά να μαγειρεύει, έχει συγκεκριμένο κοινό στο οποίο απευθύνεται κι εκείνοι που το αγοράζουν προσδοκούν τουλάχιστον να ευφρανθούν διαβάζοντάς το. Βεβαίως υπάρχουν κακές ή αδιάφορες εκδόσεις, κακοί ή αδιάφοροι συγγραφείς ή εκδοτικές αρπαχτές.

Όποιος αγαπά τη μαγειρική αγαπά και να διαβάζει γι αυτήν, κάποιοι μάλιστα και διαβάζουν και γράφουν. Όπως ο Αθήναιος π.χ., ένα κείμενο του οποίου με κάνει να γράψω δυο λόγια παραπάνω από έναν απλό σχολιασμό. Γράφει:
«Γιατί αγοράζετε αυτό το βιβλίο με τον τίτλο "Καλογερική Μαγειρική", ρώτησα με γνήσια περιέργεια ένα νεαρό προχθές σ' ένα βιβλιοπωλείο του Κέντρου. "Για να προσδώσω στη ζωή μου πνευματικότητα", μου απάντησε αφήνοντάς με εμβρόντητο!»
Αναρωτιέμαι αν έμεινε εμβρόντητος λόγω του νεαρού της ηλικίας του συνομιλητή. Ή μήπως η απορία αφορά την ίδια την έννοια της πνευματικότητας, η οποία εν προκειμένω προσδοκάται με την απόκτηση ενός βιβλίου συνταγών; Μια «υλική πνευματικότητα»; Το κενό στο διάλογο το συμπληρώνω κατ’ εκτίμηση. Θέλω να φαντάζομαι έναν προβληματισμό, μια πορεία, μέρος της οποίας είναι και η προσφυγή στη νηστεία με ζητούμενο: «ψυχή νήφουσα, διεγηγερμένη διάνοια, καρδία κατανενυγμένη, λογισμός ερρώμενος, συνειδός κεκαθαρμένον…»*. Άβυσσος η ψυχή του και μας αφήνει με την απορία. Θα βρει άραγε τον δρόμο του με όχημα ένα βιβλίο μαγειρικής;
Η συζήτηση βέβαια στο ποστ περιπλέκεται καθότι από τον διάβολο που συντροφεύει την ενασχόλησή μας με τα καζάνια περνάμε στον άγγελο προστάτη, στον άγγελο του Βέντερς και στον έρωτα…
Θέλει τα ρίσκα της η μαγειρική, θέλει σατανικά κόλπα. Και η λιτή κουζίνα της επιβίωσης όμως, είτε αυτή ορίζεται σαν καλογερική, είτε σαν μαγειρική των μητάτων του Ψηλορείτη ή των κελιών της Ρήνειας, που παλεύει με βάση την εκμετάλλευση των διαθέσιμων και με δεδομένους διατροφικούς κανόνες θέλει κι αυτή το διάολο δίπλα της. Δεν κάνεις εύκολα θαύματα. Η μαγειρική των κοινοβίων σε τούτο αγγίζει σύγχρονες διατροφικές πρακτικές, όταν επιβάλλονται κανόνες, αδιάφορο αν είναι πίστης, μόδας ή πολιτισμού. Προκύπτει συχνά και με τα ελάχιστα, να καλύπτει και τους δυο στόχους η μαγειρική: την παροχή τροφής και την ευχαρίστηση. Στις κατεξοχήν υλικές απολαύσεις στις οποίες το πνεύμα βεβαίως και εμπλέκεται, ο διάβολος είναι που σπέρνει γέφυρες επικοινωνίας με το Θείο, ο ίδιος είναι που τις καταστρέφει. Και στον έρωτα ή στο φιλί της Μαρίας που ποθεί ν’ αγκαλιάσει, θα συμφωνήσει σε τούτο ο αγαπητός μου Αθήναιος, ισχύει το δημώδες: «Στο φαί και στο γαμήσι ο θεός δεν κάνει κρίση». Αρκεί καμιά φορά να πορευόμαστε «χρώμενοι τω κόσμω, ως μη καταχρώμενοι» και «με τον βαρετό Βέντερς» και με «την μικρούλα». Και «τουτο ποιείν» δηλαδή, «κακείνο μη αφιέναι»!

-
Με τον εύστοχο τίτλο «Οψοποιών Μαγγανείαι», και υπότιτλο «ήγουν Καλογηρική Μαγειρική» ο αρχιμαδρίτης Δοσίθεος (έκδ. Ιεράς Μονής Τατάρνης) άνοιξε έναν δρόμο προσφέροντας μια πρώτη συγκεντρωμένη καταγραφή σχετικών συνταγών.
Το «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου» του ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία, (Επτάλοφος 2003), συγκεντρώνει μια σειρά από συνταγές μοναστηριακής ζαχαροπλαστικής.
Τελευταία από την Ιερά Μονή Μπούρα και την Πάολα Ψαρρού κυκλοφόρησαν «Τα μήλα του μάγειρα». Τείνει να γίνει βιβλίο αναφοράς στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Αντιγράφω από παλιότερο κείμενό μου, δημοσιευμένο πλήρες εδώ με τίτλο:

"Τα μήλα του μάγειρα-Μια κιβωτός γεύσεων"

"Ακόμα και οι απαγορευμένοι καρποί κάποτε παίρνουν την εκδίκησή τους. Μια εκδίκηση γλυκιά, νόστιμη, καλομαγειρεμένη. «Τα μήλα του μάγειρα» θα μπορούσε να τα δει κανείς και έτσι.[…]
Ο πλούτος των συνταγών, παρά την παντελή έλλειψη κρέατος, είναι μεγάλος. Οι περισσότερες είναι γαστρονομικά ποιήματα με δυο, με τρία, με τέσσερα υλικά. Η οικονομία των υλικών είναι τρόπος ζωής, είναι οικονομία φιλοσοφική και ορίζεται από «τον χρυσό κανόνα της ασκητικής που παρηγορεί την ανάγκη και εμποδίζει την ικανοποίηση της επιθυμίας». Κυριαρχεί ένα μέτρο αυτάρκειας, μια άλλη διαβάθμιση αναγκών.
Το βιβλίο είναι ένας εξαίρετος οδηγός μαγειρικής. Λίγα και καλά υλικά, απλή διαδικασία, εύγευστο αποτέλεσμα: ταπεινός γαύρος με την ντομάτα και το φασκόμηλο, οι ντοματοκεφτέδες, παστίτσιο με τόνο, μαγειρίτσα με σουπιές, ψαρομαγειρίτσα, γαριδόσουπα, φαναράκια σαγανάκι, αγκινάρες με πέρκα, ζαρωμένες φουρνιστές ελιές, μπαλάκια από πολτό φλούδας μανταρινιού και ζάχαρη, πασπαλισμένα με ινδοκάρυδο, δροσιστικό αναψυκτικό με λουΐζα, ποτό καρυδάκι, απολαυστική κρέμα μαστίχας.
Οι Μονές δεν είναι απομονωμένες κοινωνικά νησίδες. Υπάρχει μια διαρκής επικοινωνία. Νέα υλικά, νέοι τρόποι, νέες συσκευές, νέοι άνθρωποι που φέρνουν μαζί τους στοιχεία πολιτισμού, από τον τόπο καταγωγής τους. Ο τρόπος μαγειρικής ενός διακόνου της κουζίνας μπορεί να ακολουθεί «τα έθη, τα ήθη και τους τρόπους των μοναχών τους σχετικούς με την Μοναστηριακήν τους τράπεζα», χρωματίζεται ωστόσο από ένα εσωτερικά καταγεγραμμένο τρόπο, έναν πολιτισμό, που ο καθένας κατέχει από το σπίτι του. Γι αυτό και στην «Μοναστηριακή Τράπεζα» θα βρούμε στοιχεία μαγειρικής που μας θυμίζουν Ανατολή κι άλλα που αγγίζουν Δυτικές συνήθειες. Αλλά κυρίως θα αναγνωρίσουμε όλο τον γευστικό χάρτη του Ελληνισμού, στην απλότητά του, στην λαϊκή πλην έντεχνη εκδοχή του.
Τα «Μήλα του μάγειρα», σωστά αρτυμένα και καλοζυγισμένα στον συνεχή διάλογο ανάμεσα στη μαγειρική και στη θεολογία, κερδίζουν τον αναγνώστη. Τον κερδίζουν και σαν gourmet. Θα λέγαμε, είναι ένα ευφραντικό ανάγνωσμα που μαγειρεύεται."

-
Τα ζωντανά πλάσματα έχουν ανάγκη τροφής. Ακόμα και οι στυλίτες είχαν μια στοιχειώδη διατροφή. Κι ο πατέρας της φίλης μου της Σταυρούλας που χάνεται κατά καιρούς σε δάση και βουνά, ένας ερημίτης, έχει, πρέπει να ‘χει μια στοιχειώδη τάξη για να αντεπεξέρχεται στις διατροφικές ανάγκες του. Το γιατί και πως οι μοναχοί τηρούν τον «χρυσό κανόνα» της ασκητικής, που «παρηγορεί την ανάγκη και εμποδίζει την ικανοποίηση της επιθυμίας», είναι για μας τους ακόρεστους της ηδονής ευζωιστές, θέμα προς μελέτη, ένα είδος distance learning, όχι προς συμμόρφωση, αλλά προς γνώση και εμπέδωση τυχόν χρήσιμου υλικού στα καθ’ ημάς.

-----

Να νοστιμέψουμε λίγο κλείνοντας με δυο ποιήματα, ένα ορεκτικό κι ένα δροσιστικό, σαν χάι κου:

-Πάστα ελιάς

Υλικά
1 φλυτζάνι ελιές θρούμπες
¼ φλ. αμύγδαλα
¼ φλ. κάπαρη (προαιρετικά)
¼ φλ. λάδι
2 κουταλιές ξύδι
πιπέρι ρίγανη

Εκτέλεση:
Λιώνουμε τα αμύγδαλα και τις ελιές. Ρίχνουμε μέσα και το λάδι και το ξύδι και τα χτυπάμε όλα μαζί. Προσθέτουμε το πιπέρι, τη ρίγανη, την κάπαρη, ανακατεύουμε καλά τον πολτό και τον φυλάμε σε βαζάκι στο ψυγείο.

-Αναψυκτικό με λουίζα

Υλικά:
8 φλ. νερό
½ φλ. χυμό λεμονιού
½ φλυτζάνι ζάχαρη (τουλάχιστον)
5 κουταλάκια λουίζα ψιλοκομμένη

Εκτέλεση:
Αμαμειγνύουμε τα υλικά σ’ ένα βάζο. Τ’ αφήνουμε στο ψυγείο για τρεις ώρες. Σουρώνουμε αφαιρώντας τη λουίζα και το σερβίρουμε.

-----

*Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, "Ομιλία Κ' εις την Γένεσιν"

-----

εικονογράφηση: Φ.Χ.

Labels: