Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ σέ προηγούμενο ὑποκεφάλαιο ὅτι ἡ πορεία τῆς ψυχῆς πρός τήν τελειότητα προϋποθέτει ἕναν πνευματικό ἀγώνα, πού πραγματοποιεῖται σ᾿ ἕνα χῶρο ὅπου οἱ ἀρετές συγκρούονται μέ τά πάθη. Σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα, οἱ δύο πόλοι, ἀντιδιαμετρικοί, ὁ Θεός καί ὁ διάβολος.
Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς κατορθώνεται ἀκολουθώντας τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί μέ τή συνεχή προσπάθεια ἀποφυγῆς ὅσων σχετίζονται μέ τό πονηρό πνεῦμα, τό ὁποῖο πολεμᾶ τόν ἄνθρωπο καί προσπαθεῖ νά τοῦ ἀνακόψει τήν πορεία του πρός τό καθ᾿ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, δέν εἶναι δυνατόν κάποιος, νά ἀσχοληθεῖ μόνο μέ τό Θεό, χωρίς νά λάβει ὑπόψη του καί τό ἀντιτιθέμενο πνεῦμα στό Θεό, τό διάβολο.
Μελετώντας τήν Πατερική Γραμματεία, παρατηροῦμε ὅτι, ἐμπεριέχει πολλά ἔργα, πού ἔχουν ὡς κύριο θέμα τους ἀποκλειστικά τό διάβολο, γιά νά μήν ἀναφέρουμε τό γεγονός ὅτι, σέ ἀναρίθμητα βιβλία κυρίως ἀσκητικοῦ καί πνευματικοῦ χαρακτῆρος γίνεται, μεταξύ ἄλλων, μιά ἀναλυτική ἀναφορά στόν πεσμένο ἄγγελο καί στίς μεθοδεῖες του, μέ τίς ὁποῖες προσπαθεῖ νά καταστρέψει τόν αἰώνιο ἐχθρό του, τόν ἄνθρωπο.
Γιά τόν ἅγιο Παΐσιο, ὁ διάβολος εἶναι μιά καθημερινή πραγματικότητα, μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἐπειδή ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου εἶναι στραμμένη πάντα πρός τό Θεό αὐτό ἔχει σάν συνέπεια νά ἀποτελεῖ ἕνα παντοτινό ἀντίπαλο τῶν πονηρῶν πνευμάτων, πού τόν πολεμοῦν συνεχῶς μέ ὁρατά καί μέ ἀόρατα μέσα.
Ὁ Γέροντας ἔχει ἀναρίθμητες ἐμπειρίες πολέμου ἐναντίον εἴτε ἑνός εἴτε πλήθους δαιμόνων μαζί. Κάποιες ἀπό αὐτές ἔχουν δραματικό χαρακτήρα 276 . Σέ ἄλλες περιπτώσεις, λόγῳ τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί δύναμης, καθώς καί τῆς «οἰκειότητας», θά λέγαμε, πού ἀπόκτησε ὁ Ἅγιος μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, διαφαίνεται ἕνας περιπαικτικός χαρακτήρας, ὑπενθυμίζοντάς μας παλιές σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ 277 .
Ὅπως γιά τούς Πατέρες, ἔτσι καί γιά τό σύγχρονο ἅγιο ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο καί ὄχι μιά ἰδέα, μιά φαντασία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Οἱ προσωπικές του ἐμπειρίες καθ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του εἶχαν σκοπό νά τοῦ ἀποκαλύψουν στοιχεῖα πού γνωρίζουν μόνο οἱ μεγάλοι ἀσκητές - ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Ἡ εἰκόνα πού σχηματίζει κάποιος, διαβάζοντας τά κείμενά του περί τοῦ διαβόλου ἀπαρτίζεται ἀπό τά ἑξῆς στοιχεῖα: Ὁ διάβολος εἶναι ὁ πεσμένος ἄγγελος, πού μέ ἀρχηγό τόν Ἑωσφόρο ἀνῆκε στό πιό φωτεινό οὐράνιο τάγμα. Ἡ πτώση του ὀφείλεται στήν ὑπερηφάνειά του. Θυμᾶται καί τώρα τήν προηγούμενη κατάστασή του, ἐπιθυμεῖ νά ξαναποκτήσει τή χαμένη θέση του, ἀλλά δέν μετανοεῖ. Ἐλπίζει ὅτι, στό τέλος ὁ Θεός θά λυπηθεῖ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καί θά τούς πάρει κοντά του, καί ἔτσι θά ἐπωφεληθεῖ καί αὐτός, χωρίς νά χρειαστεῖ νά ταπεινωθεῖ. Ἡ ταπείνωση ἔχει τή δύναμη νά τόν ξαναμετατρέψει σέ ἄγγελο φωτός, εἶναι ὅμως μιά ἀρετή τήν ὁποία ὁ διάβολος δέν θέλει νά ἐφαρμόσει ποτέ 278 .
Ὁ διάβολος ἔχει τή δυνατότητα νά πάρει διάφορες μορφές, νά μετασχηματίζεται, ὥστε νά μάχεται σῶμα μέ σῶμα μέ τόν ἄνθρωπο, «Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὑλοποίηση. Εἶναι μιά ἄλλη ἐνδιάμεση κατάσταση», μᾶς διευκρινίζει ὁ ἅγιος 279 .
Ἐμφανίζεται μέ τήν κλασική μορφή του, ἀλλά καί μέ μορφή ζώου. Ἀρκετές εἶναι οἱ φορές πού κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του μέ θορύβους καί μέ φωνές. Ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό τόν ἔκανε νά ἀποκτήσει μιά τέτοια ἀσχήμια, πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντέχει οὔτε νά τήν ἀντικρύσει.
Ἐμφανίζεται μέ διάφορα χρώματα: μαῦρος, κόκκινος, κατακίτρινος. Εἶναι φαλακρός, μέ οὐρά καί μέ «ὅλα τά ἐξαρτήματα». Οἱ προχωρημένοι πνευματικά δέ δειλιάζουν, ἀλλά ἔχουν τή δύναμη νά τόν δοῦν, νά τοῦ μιλήσουν, νά παλεύουν μαζί του, ἀκόμα καί νά τόν διατάζουν280 . Ὁ διάβολος, σέ ἀντίθεση μέ τό Χριστό, δέν ἔχει δύναμη, ἔχει κακία καί μίσος 281 . Ἐνεργεῖ μόνο κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Δέ γνωρίζει οὔτε τίς ἐσωτερικές σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου, τούς καλούς λογισμούς, οὔτε τό μέλλον. Μόνο ἡ πείρα, πού ἔχει ἀποκτήσει, τόν βοηθάει νά καταλάβει τί θά γίνει σέ διάφορες περιπτώσεις. «Δέν ἔχει ἐξυπνάδα· εἶναι πολύ κουτός. Εἶναι ὅλος ἕνα μπέρδεμα»282 .