Εκκλησιαστικό όργανο
Το εκκλησιαστικό όργανο είναι αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο που λειτουργεί με αέρα, ο οποίος διοχετεύεται σε αυλούς από φυσητήρες που κινούνται με ηλεκτροκινητήρα (παλαιότερα με χειροκίνητους ή ποδοκίνητους φυσητήρες). Κάθε αυλός παράγει μια μόνο νότα ενός συγκεκριμένου ηχοχρώματος. Οι αυλοί ομαδοποιούνται κατά ηχόχρωμα και τονικό ύψος σε σειρές αυλών ονομαζόμενες ρεγκίστρα ή συστοιχίες. Ηλεκτρικοί διακόπτες ή μηχανικοί μοχλοί (ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής του οργάνου), συνήθως τοποθετημένοι δεξιά και αριστερά ή/και πάνω από τα κλαβιέ, χρησιμεύουν για να ενεργοποιούν και να σταματούν την παροχή αέρα στις διάφορες συστοιχίες και επομένως να προσθέτουν ή αφαιρούν ηχοχρώματα ανάλογα με το επιθυμητό ηχητικό αποτέλεσμα (σε κάθε ρεγκίστρο αντιστοιχεί και ένας διακόπτης). Οι αυλοί είναι κατασκευασμένοι από διάφορα υλικά, ανάλογα με την υφή του ηχοχρώματος που είναι επιθυμητό να παραχθεί. Έτσι, υπάρχουν συστοιχίες που αποτελούνται από μεταλλικούς αυλούς, κατασκευασμένους από καθαρό μέταλλο ή κράματα μετάλλων (κυρίως κασσίτερου, χαλκού, μολύβδου ή ψευδάργυρου, αλλά και άλλων μετάλλων) και συστοιχίες με ξύλινους αυλούς (κυρίως δρύινους ή από ξύλο κωνοφόρων). Με βάση τον τρόπο παραγωγής ήχου στο εσωτερικό των αυλών, τα ρεγκίστρα χωρίζονται σε χειλεόφωνα και γλωττιδόφωνα.
Το εκκλησιαστικό όργανο περιλαμβάνει μία ή περισσότερες σειρές πλήκτρων (κλαβιέ) με έκταση 4 ½ οκτάβες σε παράταξη άσπρων και μαύρων όπως αυτά του πιάνου. Επίσης περιλαμβάνει συνήθως και μία σειρά από ποδόπληκτρα (πεντάλ) με έκταση 2 ½ οκτάβες.
Ο ήχος του οργάνου είναι μεγαλοπρεπής. Χρησιμοποιείται (όπως και το πιάνο), τόσο ως σολιστικό όσο και ως ορχηστρικό όργανο. Επιπλέον συνοδεύει σε πολλές εκκλησίες της Δύσης τις λειτουργικές ψαλμωδίες.
Πολλοί συνθέτες έγραψαν μουσική για εκκλησιαστικό όργανο. Ενδεικτικά, ελάχιστοι από τους σημαντικότερους είναι (κατά χρονολογική σειρά) οι Αντρέα Γκαμπριέλι (Andrea Gabrielli) (1510-1586), Γιαν Σβέελινκ (1562-1621), Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι (Girolamo Frescobaldi) (1583-1643), Ντήτριχ Μπουξτεχούντε, Γιόχαν Πάχελμπελ (Johann Pachelbel, 1653-1706), Φρανσουά Κουπρέν, Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, Φραντς Λιστ, Σεζάρ Φρανκ (César Franck, 1822-1890), Άντον Μπρούκνερ, Αλεξάντρ Γκιλμάν (Alexandre Guilmant, 1837-1911), Σαρλ - Μαρί Βιντόρ (Charles-Marie Widor, 1844-1937), Μαξ Ρέγκερ (Max Reger, 1873-1916), Ζίγκφριντ Καργκ-Έλερτ (Sigfrid Karg-Elert, 1877-1933), Μαρσέλ Ντυπρέ (Marcel Dupré, 1886-1971), Γιόχαν Νέπομουκ Ντάβιντ (Johann Nepomuk David, 1895-1977), Ολιβιέ Μεσιάν καθώς και σημερινοί συνθέτες εν ζωή.
Λειτουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για να λειτουργήσει συνδυάζει τις αρχές που διέπουν τα πνευστά και τα πληκτροφόρα όργανα καθώς είναι εφοδιασμένο και με πλήκτρα και με αυλούς. Για να κατανοήσουμε σε ποια κατηγορία μουσικών οργάνων ανήκει το εκκλησιαστικό όργανο θα πρέπει να ανατρέξουμε στα πνευστά μουσικά όργανα. Τα πνευστά διακρίνονται στις εξής τρεις κατηγορίες[1]:
- ξύλινα πνευστά (π.χ. φαγκότο, κλαρινέτο, όμποε, κ.ά.)
- χάλκινα πνευστά (π.χ. τρομπέτα, κόρνο, τρομπόνι, κ.ά.)
- πολύαυλα πνευστά, πνευστά με γλωττίδες.
Στην τελευταία κατηγορία παρατηρούμε ότι ενώ όλα τα μουσικά όργανα χρησιμοποιούν αυλούς (είτε τύπου φλάουτου, είτε με γλωττίδα) μερικά μόνο διαθέτουν ένα μηχανισμό πλήκτρων. Ως εκ τούτου προκύπτουν δυο υποκατηγορίες:
- πληκτροφόρα πνευστά (π.χ. εκκλησιαστικό όργανο, αρμόνιο, ακορντεόν, κ.ά.) και
- άσκαυλοι.
Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό από μια άλλη οπτική γωνία πολλοί ισχυρίζονται ότι το εκκλησιαστικό όργανο ανήκει στα πληκτροφόρα όργανα τα οποία χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες, ανάλογα με τον τρόπο που παράγεται ο ήχος, όταν πιέσουμε τα πλήκτρα τους. Έτσι, υπάρχουν τα πληκτροφόρα με χορδές, που έχουν σαν κυριότερους εκπροσώπους τους το πιάνο και το τσέμπαλο, και τα πληκτροφόρα με τη χρήση αέρα, όπως είναι το εκκλησιαστικό όργανο, το αρμόνιο, το ακορντεόν, κ.ά.[2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το εκκλησιαστικό όργανο έχει τις ρίζες του στο παλαιότερο αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο, που έφερε το όνομα ύδραυλις. Μετά τους Έλληνες, το πρωτοπόρο αυτό ακουστικό και τεχνολογικό κατασκεύασμα ταξίδεψε και υιοθετήθηκε πρόθυμα από πολλούς, φτάνοντας μέχρι τους Ρωμαίους και έπειτα τους Βυζαντινούς. Τον 7ο και 8ο αιώνα η ύδραυλις ονομάστηκε πλέον Όργανο και άκμαζε στο Βυζάντιο αλλά και σε όλα τα μεγάλα κέντρα κατασκευής και παραγωγής της όπως η Κωνσταντινούπολη. Αξιομνημόνευτο είναι το περιστατικό της αποστολής ενός εκκλησιαστικού οργάνου ως δώρο το 757 μ.Χ. από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πεπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου. Λίγο αργότερα, το 812 μ.Χ., οι βυζαντινοί χάρισαν και ένα δεύτερο στον ίδιο τον Καρλομάγνο. Τον 10ο αιώνα κατασκευάστηκε με έξοδα της εκκλησίας το αγγλικό εκκλησιαστικό όργανο του Γουίντσεστερ, με ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος και με 26 φυσερά που απαιτούσαν 70 άτομα,[3] διαθέτοντας επίσης 40 νότες, με 10 αυλούς για κάθε νότα.
Το εκκλησιαστικό όργανο είναι εν μέρει συνυφασμένο με τη χρήση του στην εκκλησία ως συνοδευτικό όργανο της υμνωδίας κατά τις διάφορες ιεροτελεστίες. Παράλληλα όμως το εκκλησιαστικό όργανο χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής και για κοσμική χρήση μέσα στα σπίτια των αριστοκρατών για να συνοδεύει τραγούδια, στις γιορτές και εν γένει για την ψυχαγωγία. Τον 13ο αιώνα κατασκευάστηκαν μικρά φορητά όργανα όπως το πορτατίφ (portatif = φορητό) ώστε ο εκτελεστής να μπορεί να το κρατάει με το αριστερό του πόδι και ταυτόχρονα να παίζει με το δεξί του χέρι, ενώ το αριστερό του χέρι λειτουργούσε την αντλία του αέρα. Επίσης υπήρχε το ποζιτίφ (positif, ponere=θέτω, τοποθετώ). Ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν μεγαλύτερο σε μέγεθος, με περισσότερους αυλούς και αναγκαστικά το τοποθετούσαν πάνω σε τραπέζι, σε έπιπλο ακόμα και στο πάτωμα. Περαιτέρω υπήρχε και το ρεγκάλ που χρησιμοποιούσε όχι αυλούς αλλά ελεύθερες γλωττίδες, «Όργανο δωματίου».[4] Αργότερα εμφανίζεται και ένα συναφές μουσικό όργανο, το αρμόνιο (harmonium), μικρότερου μεγέθους και γι' αυτό πρακτικότερο (και οικονομικότερο) για μικρότερους χώρους (π.χ. οικίες, παρεκκλήσια κ.τ.λ.).
Τον 14ο–15ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο συνεχίζει να εξελίσσεται αποκτώντας μάλιστα περισσότερες σειρές αυλών (ρέγκιστρα), περισσότερες από μια σειρά πλήκτρα (κλαβιέ) και πλήκτρα ποδιού (pedal). Τον 17ο-18ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο είναι αναπόσπαστο μέρος της εκκλησίας και κερδίζει την εύνοια μεγάλων συνθετών της εποχής όπως του Μπαχ, ο οποίος συνέθεσε πολλά έργα για το όργανο αυτό, ίσως το πιο γνωστό η διάσημη Τοκκάτα και Φούγκα σε ρε ελάσσονα. Αργότερα ακολουθούν οι Χαίντελ, Πουλένκ, Σαιν-Σανς, Μεσιάν κ.ά.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες του 20ού αιώνα επιτρέπουν αλλαγές στο μηχανισμό και στους αυλούς του εκκλησιαστικού οργάνου, με αποτέλεσμα το όργανο να αλλάξει αναγκαστικά όψη αλλά και να εμπλουτιστεί χρωματικά ο ήχος του. Σήμερα το εκκλησιαστικό όργανο δεν το συναντάμε μόνο σε εκκλησίες αλλά και σε αίθουσες συναυλιών για την εκτέλεση σολιστικών ή ορχηστρικών έργων. Ο ήχος που παράγεται από τη διέλευση του αέρα μέσα από τους αυλούς επηρεάζεται και διαμορφώνεται από το σχήμα και το μήκος των αυλών και από τον τρόπο παραγωγής του ήχου.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Headington Christopher, Ιστορία της δυτικής μουσικής: από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Gutenberg, Αθήνα, 1994
- Αβέρωφ Έφη, Εισαγωγή στην οργανογνωσία, Φίλιππος Νάκας, Αθήνα, 1992
- Δημητριάδου Μαρία, Παραδόσεις ιστορίας μουσικής, Ντο-ρε-μί, Θεσσαλονίκη, 1998
- Καλογερόπουλος Τάκης, Το λεξικό της ελληνικής μουσικής: από τον Ορφέα έως σήμερα, Εκδόσεις Γιαλλελή, Αθήνα, 1998-2002
- Πανελλήνια Ένωση Εκπ/κών Μουσικής Δημόσιας Εκπ/σης, Τα πληκτροφόρα όργανα. Διαθέσιμο:https://web.archive.org/web/20140105235241/http://peemde.gr/
- Τολίκα Ολυμπία, Παγκόσμιο λεξικό της μουσικής, Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης, Αθήνα, 1995
- Το εκκλησιαστικό όργανο, πρόγραμμα συναυλίας - παρουσίαση του οργάνου της αίθουσας συναυλιών, έκδοση του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (κείμενα Νίκου Μαλλιάρα), Αθήνα 1993