αντιπυρετικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιπυρετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπυρετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antipyrétique < (ελληνιστική κοινή) ἀντί + πυρετικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιπυρετικό ουδέτερο
- (ιατρική) φάρμακο που συμβάλλει στην καταπολέμηση του πυρετού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιπυρετικός
- → δείτε τις λέξεις πυρετός και πυρ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιπυρετικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αντιπυρετικό
- αιτιατική ενικού του αντιπυρετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιπυρετικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)