πυρετός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρετός οι πυρετοί
      γενική του πυρετού των πυρετών
    αιτιατική τον πυρετό τους πυρετούς
     κλητική πυρετέ πυρετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρετός < πῦρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.ɾeˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρε‐τός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρετός αρσενικό

  1. (ιατρική) παθολογική άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος
  2. (μεταφορικά) η μεγάλη αύξηση της δραστηριότητας ενός ανθρώπου ή σε έναν τόπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πυρ

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρετός οἱ πυρετοί
      γενική τοῦ πυρετοῦ τῶν πυρετῶν
      δοτική τῷ πυρετ τοῖς πυρετοῖς
    αιτιατική τὸν πυρετόν τοὺς πυρετούς
     κλητική ! πυρετέ πυρετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρετώ
γεν-δοτ τοῖν  πυρετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρετός < πῦρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρετός αρσενικό

  1. μεγάλη ζέστη
    καί τε φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (Ομήρου Ιλιάδα, Χ 31)
    θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ (Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη - εδώ η μετάφραση του Πάλλη δεν είναι ακριβής καθώς το κείμενο αναφέρεται στα γνωστά κυνικά καύματα)
  2. (ιατρική) πυρετός
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus
    ὁκόσοισι δὲ πυρετοὶ ἀσώδεές εἰσι, καὶ ὑποχόνδρια ξυντείνουσι, καὶ κεκλιμένοι οὐκ ἀνέχονται ἐν τῷ αὐτέῳ, καὶ τὰ ἄκρεα ψύχονται πάντα,

Συγγενικά

[επεξεργασία]